Anonymous

ἑκηβόλος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑκηβόλος]], -ον και δωρ. τ. [[ἑκαβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βάλλει από [[μακριά]] ή με [[ευστοχία]]<br /><b>2.</b> (για [[βλήμα]]) αυτό που ρίχνεται [[μακριά]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἑκηβόλος]]<br />ο [[επιδέξιος]] [[τοξότης]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἑκηβόλος]] [[μάχη]]» — [[μάχη]] που διεξάγεται από [[μακριά]].
|mltxt=[[ἑκηβόλος]], -ον και δωρ. τ. [[ἑκαβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βάλλει από [[μακριά]] ή με [[ευστοχία]]<br /><b>2.</b> (για [[βλήμα]]) αυτό που ρίχνεται [[μακριά]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἑκηβόλος]]<br />ο [[επιδέξιος]] [[τοξότης]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἑκηβόλος]] [[μάχη]]» — [[μάχη]] που διεξάγεται από [[μακριά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑκηβόλος:''' Δωρ. ἑκᾰ-[[βόλος]], -ον ([[ἑκάς]], [[βάλλω]]), αυτός που βάλλει, που χτυπά, που τοξεύει από [[μακριά]], επίθ. του Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}