Anonymous

ἄτρυτος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄτρῡτος:''' -ον ([[τρύω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν φθείρεται, [[ακαταπόνητος]], [[ακατάβλητος]], σε Αισχύλ., [[ανθεκτικός]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[ακούραστος]], σε Σοφ., Μόσχ.· λέγεται για δρόμο, [[επίπονος]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἄτρῡτος:''' -ον ([[τρύω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν φθείρεται, [[ακαταπόνητος]], [[ακατάβλητος]], σε Αισχύλ., [[ανθεκτικός]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[ακούραστος]], σε Σοφ., Μόσχ.· λέγεται για δρόμο, [[επίπονος]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄτρῡτος:''' <b class="num">1)</b> неутомимый, неслабеющий ([[πούς]] Aesch.; [[δύναμις]] Arst.; [[τόνος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> нескончаемый, беспрестанный, утомительный ([[πόνος]] Pind., Her.; κακά Theocr.; φροντίδες τε καὶ συμφοραί Plut.);<br /><b class="num">3)</b> избегающий утомления (σχολαστικὸς καὶ ἄ. Arst.).
}}
}}