Anonymous

ἀποχώννυμι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποχώννυμι:''' μέλ. <i>-χώσω</i>, [[φράζω]] το [[στόμιο]] ενός ποταμού με [[επιχωμάτωση]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀποχώννυμι:''' μέλ. <i>-χώσω</i>, [[φράζω]] το [[στόμιο]] ενός ποταμού με [[επιχωμάτωση]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποχώννῡμι:''' преграждать насыпью, запруживать (λιμένας Xen., Plut.; ποταμόν Xen.).
}}
}}