Anonymous

ἀπολαύω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπολαύω:''' μέλ. <i>ἀπολαύσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-έλαυσα</i>, παρακ. <i>-λέλαυκα</i>. (Το απλό <i>λαύω</i> δεν απαντά, [[αλλά]] πιθ. υπήρξε [[λάω]] ή <i>λάϜω</i>, [[απολαμβάνω]], τέρπομαι)·<br /><b class="num">1.</b> έχω την [[απόλαυση]] κάποιου πράγματος, [[λαμβάνω]] την [[ωφέλεια]] απ' αυτό, [[απολαμβάνω]], με γεν., σε Ηρόδ., Αττ.· με την [[προσθήκη]] αιτ., <i>ἀπολαύειν τί τινος</i>, [[απολαμβάνω]] το όφελος που πηγάζει από [[κάτι]], σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> ειρωνικά, [[επωφελούμαι]] από [[κάτι]], [[τῶν]] Οἰδίπου κακῶν, σε Ευρ.· απόλ., έχω όφελος, [[βγαίνω]] ωφελημένος, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀπολαύω:''' μέλ. <i>ἀπολαύσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-έλαυσα</i>, παρακ. <i>-λέλαυκα</i>. (Το απλό <i>λαύω</i> δεν απαντά, [[αλλά]] πιθ. υπήρξε [[λάω]] ή <i>λάϜω</i>, [[απολαμβάνω]], τέρπομαι)·<br /><b class="num">1.</b> έχω την [[απόλαυση]] κάποιου πράγματος, [[λαμβάνω]] την [[ωφέλεια]] απ' αυτό, [[απολαμβάνω]], με γεν., σε Ηρόδ., Αττ.· με την [[προσθήκη]] αιτ., <i>ἀπολαύειν τί τινος</i>, [[απολαμβάνω]] το όφελος που πηγάζει από [[κάτι]], σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> ειρωνικά, [[επωφελούμαι]] από [[κάτι]], [[τῶν]] Οἰδίπου κακῶν, σε Ευρ.· απόλ., έχω όφελος, [[βγαίνω]] ωφελημένος, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπολαύω:''' <b class="num">1)</b> вкушать, наслаждаться (ποτῶν Xen.; [[μετρίως]] τινός Plat.): ἀπολελαυκότες ὕπνου Plut. хорошо поспавшие;<br /><b class="num">2)</b> пользоваться, извлекать пользу (τινός Her., Dem.; τί τινος Thuc., Xen., Plut.; τι [[ἀπό]] τινος Plat. и τι ἔκ τινος Isocr.): ἀντὶ πολλῶν πόνων σμικρὰ ἀ. Plat. из многих трудов извлечь ничтожную выгоду;<br /><b class="num">3)</b> изведывать, испытывать (φλαῦρόν τι Isocr.; πληγῶν Plut.): ἀπολαῦσαι κακῶν Eur. стать несчастным;<br /><b class="num">4)</b> заражаться ([[ὀφθαλμία]]: [[ἀπό]] τινος Plat.);<br /><b class="num">5)</b> насмехаться (τινός Plut.).
}}
}}