3,277,242
edits
(40) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[συνθηματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σύνθημα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σύνθημα]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει ή εκφράζει ένα [[σύνθημα]], ένα [[σημείο]] συμφωνημένο εκ τών προτέρων, [[συμβολικός]] (α. «συνθηματικές γλώσσες»<br />[γλωσσ.] ιδιώματα που χρησιμοποιούνται από ομάδες ατόμων με κοινά ενδιαφέροντα ή με την [[ίδια]] επαγγελματική [[απασχόληση]], [[συνήθως]] για να επιτυγχάνεται η [[συνεννόηση]] τών μελών της ομάδας με τρόπο που να μην γίνονται αντιληπτά από τρίτους, αλλ. [[μυστικά]] ιδιώματα ή κρυφές γλώσσες<br />β. «ἔχοντα [[παρά]] τε Νικόμαχου καὶ Μελαγκόμα συνθηματικὰ γράμματα», <b>Πολ.</b>)<br />(μσν.- αρχ.) αυτός που περιλαμβάνει σύμβολα, σχήματα ή αντικείμενα με τα οποία υποδηλώνονται [[κατά]] [[συνθήκη]], [[μετά]] από [[συνεννόηση]], ορισμένες έννοιες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συνθηματικώς]] / <i>συνθηματικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συνθηματικά</i> Ν<br />με συνθηματικά [[σημεία]], με συνθήματα (α. «μιλούν συνθηματικά για να μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι» β. «στολὰς γεγραμμένας συνθηματικῶς», <b>Πολ.</b>). | |mltxt=-ή, -ό / [[συνθηματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σύνθημα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σύνθημα]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει ή εκφράζει ένα [[σύνθημα]], ένα [[σημείο]] συμφωνημένο εκ τών προτέρων, [[συμβολικός]] (α. «συνθηματικές γλώσσες»<br />[γλωσσ.] ιδιώματα που χρησιμοποιούνται από ομάδες ατόμων με κοινά ενδιαφέροντα ή με την [[ίδια]] επαγγελματική [[απασχόληση]], [[συνήθως]] για να επιτυγχάνεται η [[συνεννόηση]] τών μελών της ομάδας με τρόπο που να μην γίνονται αντιληπτά από τρίτους, αλλ. [[μυστικά]] ιδιώματα ή κρυφές γλώσσες<br />β. «ἔχοντα [[παρά]] τε Νικόμαχου καὶ Μελαγκόμα συνθηματικὰ γράμματα», <b>Πολ.</b>)<br />(μσν.- αρχ.) αυτός που περιλαμβάνει σύμβολα, σχήματα ή αντικείμενα με τα οποία υποδηλώνονται [[κατά]] [[συνθήκη]], [[μετά]] από [[συνεννόηση]], ορισμένες έννοιες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συνθηματικώς]] / <i>συνθηματικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συνθηματικά</i> Ν<br />με συνθηματικά [[σημεία]], με συνθήματα (α. «μιλούν συνθηματικά για να μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι» β. «στολὰς γεγραμμένας συνθηματικῶς», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνθημᾰτικός:''' условный (γράμματα Polyb.). | |||
}} | }} |