3,277,206
edits
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔμυσα</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>μύσαν</i>, παρακ. <i>μέμῡκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[κλείνω]], είμαι [[κλειστός]], λέγεται για μάτια, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· ομοίως, <i>χείλεα μεμυκώς</i>, έχοντας τα χείλη του [[κλειστά]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, <i>μύσας</i>, με τα μάτια του [[κλειστά]], σε Σοφ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., κάνω μια [[ανάπαυλα]] για [[ξεκούραση]], [[κοπάζω]], κάνω [[διάλειμμα]], στη δουλειά, σε Σοφ.· λέγεται για καταιγίδες, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[κλείνω]], [[διακόπτω]], στο ίδ. | |lsmtext='''μύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔμυσα</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>μύσαν</i>, παρακ. <i>μέμῡκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[κλείνω]], είμαι [[κλειστός]], λέγεται για μάτια, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· ομοίως, <i>χείλεα μεμυκώς</i>, έχοντας τα χείλη του [[κλειστά]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, <i>μύσας</i>, με τα μάτια του [[κλειστά]], σε Σοφ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., κάνω μια [[ανάπαυλα]] για [[ξεκούραση]], [[κοπάζω]], κάνω [[διάλειμμα]], στη δουλειά, σε Σοφ.· λέγεται για καταιγίδες, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[κλείνω]], [[διακόπτω]], στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μύω:''' (ῡ и ῠ)<br /><b class="num">1)</b> закрываться, смыкаться (οὐ γάρ πω μύσαν [[ὄσσε]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> закрывать, смежать (μεμυκὼς χείλεα σιγῇ, [[ὕπνος]] ἔμυσε κόρας Anth.);<br /><b class="num">3)</b> закрывать глаза: μύσαντες δ᾽ εἴχομεν νόσον Soph. мы, закрыв глаза, перенесли (это) бедствие;<br /><b class="num">4)</b> униматься, утихать, переставать: ἀῆται μεμυκότες Anth. безветрие, штиль. | |||
}} | }} |