3,277,119
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φοῖνιξ:''' -ικος, ὁ, προσηγ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> ερυθρό κόκκινο, ερυθρό ή πορφυρό, [[επειδή]] η [[ανακάλυψη]] και η παλαιότατη [[χρήση]] [[αυτού]] του χρώματος αποδίδεται στους Φοίνικες, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ. <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i> (επίσης [[φοίνισσα]] ως θηλ. σε Πίνδ.), [[κόκκινος]], [[βαθύς]] [[κόκκινος]], λέγεται για το κοκκινόχρωμο [[άλογο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα κοκκινόχρωμα βοοειδή, σε Πίνδ.· χρησιμοποιείται για τη [[φωτιά]], στον ίδ., Ευρ.· [[φοῖνιξ]] κα όλα τα προερχόμενα από αυτό, δηλώνουν όλα βαθύ κόκκινο [[χρώμα]], από το ερυθρό έως το πορφυρό, ενώ οι λαμπρότερες αποχρώσεις δηλώνονται από [[πορφύρεος]], [[ἁλουργής]], [[κόκκινος]].<br /><b class="num">II.</b> το δέντρο [[φοίνικας]], η [[χουρμαδιά]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> το μυθικό [[πτηνό]] [[φοίνιξ]], το οποίο ερχόταν από την Αραβία στην Αίγυπτο [[κάθε]] 500 χρόνια, σε Ηρόδ.· παροιμ., <i>φοίνικος ἔτη βιοῦν</i>, σε Λουκ. | |lsmtext='''φοῖνιξ:''' -ικος, ὁ, προσηγ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> ερυθρό κόκκινο, ερυθρό ή πορφυρό, [[επειδή]] η [[ανακάλυψη]] και η παλαιότατη [[χρήση]] [[αυτού]] του χρώματος αποδίδεται στους Φοίνικες, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ. <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i> (επίσης [[φοίνισσα]] ως θηλ. σε Πίνδ.), [[κόκκινος]], [[βαθύς]] [[κόκκινος]], λέγεται για το κοκκινόχρωμο [[άλογο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα κοκκινόχρωμα βοοειδή, σε Πίνδ.· χρησιμοποιείται για τη [[φωτιά]], στον ίδ., Ευρ.· [[φοῖνιξ]] κα όλα τα προερχόμενα από αυτό, δηλώνουν όλα βαθύ κόκκινο [[χρώμα]], από το ερυθρό έως το πορφυρό, ενώ οι λαμπρότερες αποχρώσεις δηλώνονται από [[πορφύρεος]], [[ἁλουργής]], [[κόκκινος]].<br /><b class="num">II.</b> το δέντρο [[φοίνικας]], η [[χουρμαδιά]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> το μυθικό [[πτηνό]] [[φοίνιξ]], το οποίο ερχόταν από την Αραβία στην Αίγυπτο [[κάθε]] 500 χρόνια, σε Ηρόδ.· παροιμ., <i>φοίνικος ἔτη βιοῦν</i>, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φοῖνιξ:''' ῑκος ὁ феникс (финикийский струнный инструмент) Her. | |||
}} | }} |