Anonymous

σχινδάλαμος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(40)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σχινδαλμός]] και [[σκινδάλαμος]] και [[σκινδαλμός]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] απόσχισμα ξύλου, [[πελεκούδι]], [[σχίζα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) (για λόγο) [[σόφισμα]]<br />β) σοφιστική, εξονυχιστική [[εξέταση]] ενός ασήμαντου θέματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ.</b> [[σχίζω]].
|mltxt=και [[σχινδαλμός]] και [[σκινδάλαμος]] και [[σκινδαλμός]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] απόσχισμα ξύλου, [[πελεκούδι]], [[σχίζα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) (για λόγο) [[σόφισμα]]<br />β) σοφιστική, εξονυχιστική [[εξέταση]] ενός ασήμαντου θέματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ.</b> [[σχίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σχινδάλᾰμος:''' (δᾰ) ὁ атт. = [[σκινδάλαμος]].
}}
}}