σχινδάλαμος
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ὁ, Att. for σκινδάλαμος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1056] ὁ, att. statt σκινδάλαμος, = Folgendem, Ar. Nubb. 131 Ran. 878.
Greek Monolingual
και σχινδαλμός και σκινδάλαμος και σκινδαλμός, ὁ, Α
1. λεπτό απόσχισμα ξύλου, πελεκούδι, σχίζα
2. μτφ. α) (για λόγο) σόφισμα
β) σοφιστική, εξονυχιστική εξέταση ενός ασήμαντου θέματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. σχίζω.
Russian (Dvoretsky)
σχινδάλᾰμος: (δᾰ) ὁ атт. = σκινδάλαμος.