3,277,172
edits
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀδεής:''' Επικ. [[ἀδειής]], <i>-ές</i>· Επικ. κλητ. [[ἀδδεές]] ([[δέος]])· αυτός που δεν αισθάνεται φόβο, [[άφοβος]]· εἴπερἀδειής τ' [[ἐστί]], λέγεται για τον Έκτορα, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κύον]] ἀδεές, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[άφοβος]], [[ασφαλής]] (βλ. [[ἀλεής]]), <i>τὸ ἀδεές</i>, η [[ασφάλεια]], σε Θουκ.· <i>ἀδεὴς θανάτου</i>, αυτός που δεν φοβάται το θάνατο, σε Πλάτ.· ἀδεὲς [[δέος]] δεδιέναι, ο [[φόβος]] κάποιου [[εκεί]] όπου δεν δικαιολογείται [[φόβος]], [[εκεί]] όπου δεν υπάρχει [[αιτία]] φόβου, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν προξενεί φόβο, μη [[φοβερός]], [[τρομερός]]· <i>πρὸς ἐχθρούς</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ., [[ἀδεῶς]], άφοβα, θαρραλέα, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]] περιορισμό, ελεύθερα, [[αβίαστα]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀδεής:''' Επικ. [[ἀδειής]], <i>-ές</i>· Επικ. κλητ. [[ἀδδεές]] ([[δέος]])· αυτός που δεν αισθάνεται φόβο, [[άφοβος]]· εἴπερἀδειής τ' [[ἐστί]], λέγεται για τον Έκτορα, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κύον]] ἀδεές, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[άφοβος]], [[ασφαλής]] (βλ. [[ἀλεής]]), <i>τὸ ἀδεές</i>, η [[ασφάλεια]], σε Θουκ.· <i>ἀδεὴς θανάτου</i>, αυτός που δεν φοβάται το θάνατο, σε Πλάτ.· ἀδεὲς [[δέος]] δεδιέναι, ο [[φόβος]] κάποιου [[εκεί]] όπου δεν δικαιολογείται [[φόβος]], [[εκεί]] όπου δεν υπάρχει [[αιτία]] φόβου, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν προξενεί φόβο, μη [[φοβερός]], [[τρομερός]]· <i>πρὸς ἐχθρούς</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ., [[ἀδεῶς]], άφοβα, θαρραλέα, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]] περιορισμό, ελεύθερα, [[αβίαστα]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀδεής:''' эп. [[ἀδδεής]] и [[ἀδειής]]<br /><b class="num">1)</b> безбоязненный, бесстрашный, неустрашимый (sc. [[Ἓκτωρ]] Hom.; ἀ. τινος Plat., πρός τι и ἔν τινι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> не внушающий страха, не страшный (πρός τινα Thuc.): ἀδεὲς [[δέος]] [[δεδιέναι]] Plat. испытывать неосновательный страх; οὐκ ἀδεὲς τοῦθ᾽ [[ὑπολαμβάνω]] τῇ πόλει Dem. я считаю это небезопасным для города;<br /><b class="num">3)</b> беззастенчивый, бесстыдный ([[κύων]] Hom.). | |||
}} | }} |