ἀδεής
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
(A), Ep. ἀδειής, ές: voc. ἀδεές [ᾱ, i.e. ἀδϝεές]:—
A fearless, εἴ περ ἀδειής τ' ἐστί, of Hector, Il.7.117; κύον ἀδεές 8.423, Od.19.91: c. gen., ἀδεὴς θανάτου Pl.R.386b, cf. Arist.EN1115a33; ἐν θαλάττῃ καὶ ἐν νόσοις ἀ. ὁ ἀνδρεῖος 1115b1.
2 without anxiety, secure, τὸ ἀδεές = security, Th.3.37; ἀδεὲς δέος δεδιέναι = to fear where no fear is, Pl. Smp.198a.
II causing no fear, not formidable, πρὸς ἐχθρούς Th.1.36 (Comp.); οὐ γὰρ ἀδεὲς τοῦτ' ὑπολαμβάνω D.16.22.
III most common in Adv. ἀδεῶς = fearlessly, without fear or without scruple, confidently, Hdt.3.65, 9.109; ἀ. τινὰ ὠφελοῦμεν Th.2.40; ἀ. περί τινος ἀποφαίνεσθαι Pl.La.186d; ἀ. πολιτεύεσθαι Lys.24.25; ἀ. bibit Cic.Att.13.52: Comp. ἀδεέστερον Th.4.92.
2 with impunity, μηνύειν Id.6.27.
(B), ές, (δέομαι)
A not in want, τινός Max Tyr.5.1, al.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): ép. ἀδειής, tb. Zonar.92.13C, cf. quizá αδειεα Lyr.Adesp.390.9S.; ἀδῐής IG 12(3).552 (Tera, arc.)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [voc. ép. ἀδεές Il.8.423; adv. ἀδιέως SEG 9.3.36 (Cirene IV a.C.)]
I 1de pers. carente de miedo, intrépido εἴ περ ἀ. τ' ἐστί Il.7.117, οὐκ ἀδεεῖς ἔτι ἦμεν Th.3.10, cf. 6.87 ἀ. ἐν θαλάττῃ καὶ ἐν νόσοις Arist.EN 115b1
•c. gen. ἀ. θανάτου Pl.R.386b
•con giro preposicional ἀ. περὶ τὸν καλὸν θάνατον Arist.EN 1115a33.
2 carente de respeto, desvergonzado κύον ἀδεές Il.8.423, Od.19.91, en un grafito pederástico Κικῖνος ἀ. IG l.c.
3 de cosas y abstr. seguro, que no corre peligro ἀ. κάθοδος Th.3.114, ἄτρεπτος καὶ ἀ. νομή Ael.NA 11.7, neutr. compar. como adv. ἀδεέστερον καὶ ῥᾷον ... ἀφίκοιτο Aristid.Or.10.9
•subst. τὸ ἀ. seguridad Th.2.59, διὰ ... τὸ καθ' ἡμέραν ἀ. Th.3.37.
II que no causa miedo, no temible πρὸς ἐχθρούς Th.1.36, ἀ. δέος δεδιέναι tener miedo de algo que no tenía nada de temible Pl.Smp.198a, οὐ γὰρ ἀ. τοῦθ' ... τῇ πόλει D.16.22.
III adv. ἀδεῶς
1 sin miedo διαιτῶμεν Hdt.3.65, ζῆν X.Ath.2.14, φεύγειν Ar.V.359, τελευτᾶν Pl.Phd.58e
•con confianza τινὰ ὠφελοῦμεν Th.2.40, κρύπτεσθαι Aesop.266.6
•con confianza, sin temor, libremente λέγειν Pl.Tht.144a, Arist.Fr.434, PLugd.Bat.17.14.25 (II d.C.), προσεύχεσθαι Mart.Pol.7.2.
2 audaz, desvergonzada, impunemente αἰτέει τὸ φᾶρος Hdt.9.109, ὑβρίζειν D.21.4, χώραν πορθεῖν Plb.5.5.2, cf. ITemple of Hibis 1.18 (I d.C.).
3 con seguridad, sin trabas ἐπιστρατεύειν Th.4.92, παρέπλεον Th.7.56, βασιλεύειν Plb.1.16.10.
-ές
que no necesita c. gen. obj. ἀΰπνῳ ... ἀδεεῖ τῆς ἐν νυκτὶ ἀναπαύλης Max.Tyr.34.1, cf. 6.6, 7.3.
French (Bailly abrégé)
1ής, ές :
1 qui ne craint pas, sans crainte, sans inquiétude ; τὸ ἀδεές THC la sécurité;
2 qui ne craint personne, audacieux ; en mauv. part impudent.
Étymologie: ἀ, δέος.
German (Pape)
1 ές, ohne Furcht (δέος), sorglos, unbekümmert, bei Hom. auch frech, schamlos; im Ganzen bei Hom. viermal, mit Dehnung des ε Il. 7.117 εἴ περ ἀδειής (furchtlos) τ' ἐστὶ καὶ εἰμόθου ἔσι' ἀκόρητος, und mit Doppelung des δ in der Anrede κύὸν ἀδδεές (schamlos) Il. 8.423, 21.481, Od. 19.91; s. Buttmann Lexil. 1.171. – Plat. neben ἄφοβος Alc.I, 122a; θανάτου, den Tod nicht fürchtend, Rep. III.386b; aber δέος ἀδεές, unbegründete Furcht, die keine Furcht ist, Symp. 198a, was fälschlich von δεῖ abgeleitet und unnötig erklärt wird; οὐκ ἀδεές τινι, bedenklich für, Dem. 16.22.
• Adv. ἀδεῶς, Her. 9.109 und oft bei Sp., bes. Plut., furchtlos, nach Belieben, Cim. 10.
2 ές, nicht bedürftig, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀδεής: эп. ἀδδεής и ἀδειής
1 безбоязненный, бесстрашный, неустрашимый (sc. Ἓκτωρ Hom.; ἀ. τινος Plat., πρός τι и ἔν τινι Arst.);
2 не внушающий страха, не страшный (πρός τινα Thuc.): ἀδεὲς δέος δεδιέναι Plat. испытывать неосновательный страх; οὐκ ἀδεὲς τοῦθ᾽ ὑπολαμβάνω τῇ πόλει Dem. я считаю это небезопасным для города;
3 беззастенчивый, бесстыдный (κύων Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδεής: Ἐπ. ἀδειής, ές. Ἐπικ. κλητ. ἀδδεές, (δέος). Ἄφοβος: εἴπερ ἀδειής τ’ ἐστί, περὶ Ἕκτορος, Ἰλ. Η. 117· κύον ἀδεές, Θ. 423, πρβλ. Ὀδ. Τ. 91. 2) ἄφοβος, ἀσφαλής, (ἴδε ἐν λέξει ἀλεής), τὸ ἀδεές, ἡ ἀσφάλεια, Θουκ. 3. 37, ἀδεὴς θανάτου, Πλάτ. Πολ. 386Β· περὶ τὸν καλὸν θάνατον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 6, 10· ἐν νόσοις, αὐτόθι, 11: - ἀδεὲς δέος δεδιέναι, φοβεῖσθαι ἔνθα οὐδεμία αἰτία φόβου ὑπάρχει, Πλάτ. Συμ. 198Α. ΙΙ. ὁ μὴ ἐμποιῶν φόβον, ὁ μὴ φοβερός, πρὸς ἐχθρόν, Θουκ. 1. 36, οὕτω καὶ ἐν 6. 87, μὴ ἀδεεῖς εἶναι κινδυνεύειν, οὐχὶ ἄνευ δέους κινδύνου, (ἔνθα ὅμως ὁ Dobree προτείνει ἀδεές, ὡς ἐν Δημ. 207. 23· οὐκ ἀδεές, οὐχὶ ἄνευ αἰτίας φόβου). ΙΙ. συνηθέστατον ὡς ἐπίρρ. ἀδεῶς, ἄνευ φόβου ἢ ὄκνου, θαρραλέως. Ἡρόδ. 3. 65., 9. 109· ἀδ. πολιτεύεσθαι, Λυσ. 170. 32· ἀδεῶς λέγειν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 394: - φθέγγεσθαι, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 502. 7. 2) ἐλευθέρως, μεγάλως, Θουκ. 2. 40, Κικ. π. Ἀττ. 13. 52.
Greek Monotonic
ἀδεής: Επικ. ἀδειής, -ές· Επικ. κλητ. ἀδδεές (δέος)· αυτός που δεν αισθάνεται φόβο, άφοβος· εἴπερἀδειής τ' ἐστί, λέγεται για τον Έκτορα, σε Ομήρ. Ιλ.· κύον ἀδεές, στο ίδ.
2. άφοβος, ασφαλής (βλ. ἀλεής), τὸ ἀδεές, η ασφάλεια, σε Θουκ.· ἀδεὴς θανάτου, αυτός που δεν φοβάται το θάνατο, σε Πλάτ.· ἀδεὲς δέος δεδιέναι, ο φόβος κάποιου εκεί όπου δεν δικαιολογείται φόβος, εκεί όπου δεν υπάρχει αιτία φόβου, στον ίδ.
II. αυτός που δεν προξενεί φόβο, μη φοβερός, τρομερός· πρὸς ἐχθρούς, σε Θουκ.
III. 1. επίρρ., ἀδεῶς, άφοβα, θαρραλέα, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. χωρίς περιορισμό, ελεύθερα, αβίαστα, σε Θουκ.
Middle Liddell
δέος
I. without fear, fearless, εἴ περ ἀδειής τ' ἐστί, of Hector, Il.; κύον ἀδδεές Il.
2. fearless, secure (v. ἀλεής), τὸ ἀδεές, security, Thuc.; ἀδεὴς θανάτου without fear of death, Plat.; ἀδεὲς δέος δεδιέναι to fear where no fear is, Plat.
II. causing no fear, not formidable, πρὸς ἐχθρούς Thuc.
III. adv. ἀδεῶς, without fear, confidently, Hdt., etc.
2. without stint, freely, Thuc.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἄφοβος, ἀσφαλής). Ἀπό τό α στερητ. + δέος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δείδω.