3,274,515
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δεσπότης:''' -ου, ὁ, κλητ. δέσποτᾰ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αφέντης]], [[άρχοντας]], [[κύριος]] του σπιτιού, [[ιδιοκτήτης]], [[οικοδεσπότης]], Λατ. [[herus]], [[dominus]], σε Αισχύλ., κ.λπ· [[κυρίως]] σε [[σχέση]] με τους δούλους, ώστε η [[προσφώνηση]] ενός δούλου προς τον κύριό του ήταν, ὦ δέσποτ' [[ἄναξ]] ή [[ὦναξ]] δέσποτα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους Ασιάτες άρχοντες, [[δεσπότης]], [[τύραννος]], [[απόλυτος]] [[μονάρχης]], [[αυθέντης]], [[δυνάστης]], του οποίου οι υπήκοοι είναι δούλοι, σε Ηρόδ., Θουκ.· ο πληθ. χρησιμ. από τους ποιητές για μεμονωμένα πρόσωπα, όπως <i>τύραννοι</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τους θεούς, σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[ιδιοκτήτης]], [[κύριος]], [[αφέντης]], [[κάτοχος]], <i>κώμου</i>, σε Αισχύλ., Σοφ. (η [[κατάληξη]] -[[πότης]] προέρχεται πιθ. από την [[ίδια]] [[ρίζα]] όπως το [[πόσις]], και Λατ. pot-is, pot-ior· το <i>δεσ-</i> είναι αμφίβ.). | |lsmtext='''δεσπότης:''' -ου, ὁ, κλητ. δέσποτᾰ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αφέντης]], [[άρχοντας]], [[κύριος]] του σπιτιού, [[ιδιοκτήτης]], [[οικοδεσπότης]], Λατ. [[herus]], [[dominus]], σε Αισχύλ., κ.λπ· [[κυρίως]] σε [[σχέση]] με τους δούλους, ώστε η [[προσφώνηση]] ενός δούλου προς τον κύριό του ήταν, ὦ δέσποτ' [[ἄναξ]] ή [[ὦναξ]] δέσποτα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους Ασιάτες άρχοντες, [[δεσπότης]], [[τύραννος]], [[απόλυτος]] [[μονάρχης]], [[αυθέντης]], [[δυνάστης]], του οποίου οι υπήκοοι είναι δούλοι, σε Ηρόδ., Θουκ.· ο πληθ. χρησιμ. από τους ποιητές για μεμονωμένα πρόσωπα, όπως <i>τύραννοι</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τους θεούς, σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[ιδιοκτήτης]], [[κύριος]], [[αφέντης]], [[κάτοχος]], <i>κώμου</i>, σε Αισχύλ., Σοφ. (η [[κατάληξη]] -[[πότης]] προέρχεται πιθ. από την [[ίδια]] [[ρίζα]] όπως το [[πόσις]], και Λατ. pot-is, pot-ior· το <i>δεσ-</i> είναι αμφίβ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δεσπότης:''' дор. [[δεσπότας]], ου ὁ (ион. acc. δεσποτέα)<br /><b class="num">1)</b> (тж. δ. [[ἄναξ]] Arph.) господин, (домо)хозяин Aesch., Plat., Arst., Men., Plut., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> хозяин, обладатель, владелец (Ἡρακλείων ὅπλων Soph.; τῆς δυνάμεως Arph.; τῆς [[οἰός]] Xen.): δ. μαντευμάτων Aesch. = [[μάντις]];<br /><b class="num">3)</b> неограниченный монарх, повелитель, властелин (Ὀλύμπου Pind.; [[Ἣλιος]] Soph.; ἀνθρωπων Xen.; δ. καὶ [[κύριος]] ἁπάντων Dem.);<br /><b class="num">4)</b> начальник, предводитель: ἑπτὰ δεσπόται Aesch. семь предводителей, т. е. «семеро против Фив». | |||
}} | }} |