Anonymous

μουσίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μουσίζω:''' Δωρ. Μουσίσδω ([[μοῦσα]]), μόνο στον ενεστ., [[τραγουδώ]], [[ψάλλω]], σε Θεόκρ. — Μέσ. με Ενεργ. [[σημασία]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μουσίζω:''' Δωρ. Μουσίσδω ([[μοῦσα]]), μόνο στον ενεστ., [[τραγουδώ]], [[ψάλλω]], σε Θεόκρ. — Μέσ. με Ενεργ. [[σημασία]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μουσίζω:''' дор. [[μουσίσδω]] тж. med. петь или играть Theocr.: ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος Eur. (о пьяном Киклопе) горланя свои отвратительные песни.
}}
}}