ἀπαράσσω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[αποκόπτω]], [[κόβω]] χτυπώντας και [[ρίχνω]] [[κάτω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[εξολοθρεύω]], [[αφανίζω]] από το [[κατάστρωμα]] του πλοίου, ἀπὸ τῆς [[νεός]], σε Ηρόδ.· <i>ἀπὸ τοῦ καταστρώματος</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀπᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[αποκόπτω]], [[κόβω]] χτυπώντας και [[ρίχνω]] [[κάτω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[εξολοθρεύω]], [[αφανίζω]] από το [[κατάστρωμα]] του πλοίου, ἀπὸ τῆς [[νεός]], σε Ηρόδ.· <i>ἀπὸ τοῦ καταστρώματος</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπᾰράσσω:''' атт. [[ἀπαράττω|ἀπᾰράττω]]<br /><b class="num">1)</b> срубать, отсекать ([[σύν]] πήληκι [[κάρη]] Hom.; τοὺς πόδας τινός Her.; [[κρᾶτα]] βίου Soph.);<br /><b class="num">2)</b> сбивать, сбрасывать (τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς [[νηός]] Her.; ὁπλίτας ἀπὸ τοῦ καταστρώματος Thuc.).
}}
}}