3,270,265
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στιγμή:''' ἡ (στίξω), = [[στίγμα]], [[σημάδι]] από πυρακτωμένη [[βελόνα]], [[στίγμα]], σε Αριστ.· μεταφ., [[αιχμή]], [[άκρο]], [[σημείο]] αιχμής, σε Δημ.· <i>ἐν στιγμῇ χρόνου</i>, σε μια [[στιγμή]], σε [[πολύ]] μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''στιγμή:''' ἡ (στίξω), = [[στίγμα]], [[σημάδι]] από πυρακτωμένη [[βελόνα]], [[στίγμα]], σε Αριστ.· μεταφ., [[αιχμή]], [[άκρο]], [[σημείο]] αιχμής, σε Δημ.· <i>ἐν στιγμῇ χρόνου</i>, σε μια [[στιγμή]], σε [[πολύ]] μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στιγμή -ῆς, ἡ [στίζω] punt, van interpunctie; wisk.; overdr. van iets kleins:; εἴ γ ’ εἶχεν στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων ὧν κατεσκεύζαζεν κατ ’ ἐμοῦ als hij maar een beginnetje (van bewijs) had van waar hij mij van beschuldigde Dem. 21.115; van tijd:. ἐν στιγμῇ χρόνου in één ogenblik NT Luc. 4.5. | |||
}} | }} |