Anonymous

στιγμή: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στιγμή:''' ἡ (στίξω), = [[στίγμα]], [[σημάδι]] από πυρακτωμένη [[βελόνα]], [[στίγμα]], σε Αριστ.· μεταφ., [[αιχμή]], [[άκρο]], [[σημείο]] αιχμής, σε Δημ.· <i>ἐν στιγμῇ χρόνου</i>, σε μια [[στιγμή]], σε [[πολύ]] μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''στιγμή:''' ἡ (στίξω), = [[στίγμα]], [[σημάδι]] από πυρακτωμένη [[βελόνα]], [[στίγμα]], σε Αριστ.· μεταφ., [[αιχμή]], [[άκρο]], [[σημείο]] αιχμής, σε Δημ.· <i>ἐν στιγμῇ χρόνου</i>, σε μια [[στιγμή]], σε [[πολύ]] μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elnl
|elnltext=στιγμή -ῆς, ἡ [στίζω] punt, van interpunctie; wisk.; overdr. van iets kleins:; εἴ γ ’ εἶχεν στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων ὧν κατεσκεύζαζεν κατ ’ ἐμοῦ als hij maar een beginnetje (van bewijs) had van waar hij mij van beschuldigde Dem. 21.115; van tijd:. ἐν στιγμῇ χρόνου in één ogenblik NT Luc. 4.5.
}}
}}