Anonymous

κάλλαιον: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάλλαιον:''' τό, [[λειρί]] κόκκορα· πληθ. [[κάλλαια]], <i>τά</i>, τα φτερά της ουράς του, Λατ. [[palea]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κάλλαιον:''' τό, [[λειρί]] κόκκορα· πληθ. [[κάλλαια]], <i>τά</i>, τα φτερά της ουράς του, Λατ. [[palea]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κάλλαιον:''' v. l. [[κάλαιον]] τό (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1)</b> петушиный гребень Arst.;<br /><b class="num">2)</b> бородка, подзобок (мясистый нарост под петушиным клювом) Arph.
}}
}}