3,256,628
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύσκηνος:''' ὁ ([[σκηνή]]), αυτός που διαμένει στην [[ίδια]] [[σκηνή]] με άλλους, [[συνδαιτυμόνας]], [[σύνοικος]], [[ομοτράπεζος]], Λατ. [[contubernalis]], σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''σύσκηνος:''' ὁ ([[σκηνή]]), αυτός που διαμένει στην [[ίδια]] [[σκηνή]] με άλλους, [[συνδαιτυμόνας]], [[σύνοικος]], [[ομοτράπεζος]], Λατ. [[contubernalis]], σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύσκηνος -ου, ὁ Att. ook ξύσκηνος [σύν, σκηνή] tentgenoot. | |||
}} | }} |