Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύσκηνος

From LSJ

Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst

Menander, Monostichoi, 359
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύσκηνος Medium diacritics: σύσκηνος Low diacritics: σύσκηνος Capitals: ΣΥΣΚΗΝΟΣ
Transliteration A: sýskēnos Transliteration B: syskēnos Transliteration C: syskinos Beta Code: su/skhnos

English (LSJ)

ὁ, one who lives in the same tent, messmate, comrade, Th.7.75, Lys. 13.79, X.An.5.8.6, Plu.2.27f, BGU984.24 (iv A.D.), etc.; ς. φίλοι BMus.Inscr.1077 (Sudan); Dor., οἱ σύνσκανοι IG12(2).640 (Tenedos), cf. 92(1).117 (Aetolia, iii B.C.); fellow-actor, ib.14.2342 (Aquileia), dub. in Supp.Epigr.2.60 (Laconia, ii/i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1042] in einem Zelte, Hause zusammen wohnend od. lebend, Thuc. 7, 75; bes. zusammen essend, Xen. Cyr. 2, 2, 29 u. Sp., wie Luc. Asin. 46.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de tente, camarade ; particul. qui mange ensemble.
Étymologie: σύν, σκηνή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύσκηνος -ου, ὁ Att. ook ξύσκηνος (σύν, σκηνή) tentgenoot.

Russian (Dvoretsky)

σύσκηνος: ὁ досл. сосед по палатке, перен. сотрапезник или сотоварищ Thuc., Lys., Xen., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

σύσκηνος: ὁ, ὁ κατοικῶν μετά τινος ἐν τῇ αὐτῇ σκηνῇ, ὁμοτράπεζος, σύντροφος, Λατιν. contubernalis, Θουκ. 7. 75, Λυσί. 137. 18, Ξεν. Ἀν. 5. 8. 6, κτλ.· Δωρ., οἱ σύσκανοι Διοσκούροις Συλλ. Ἐπιγρ. 2165.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΑ, και δωρ. τ. σύνσκανος Α
αυτός που διαμένει στην ίδια σκηνή με άλλον ή με άλλους
αρχ.
1. ομοτράπεζος, σύντροφος
2. συνάδελφος σε θέατρο, σε θίασο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σκηνος (< σκηνή), πρβλ. επίσκηνος].

Greek Monotonic

σύσκηνος: ὁ (σκηνή), αυτός που διαμένει στην ίδια σκηνή με άλλους, συνδαιτυμόνας, σύνοικος, ομοτράπεζος, Λατ. contubernalis, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

σύ-σκηνος, ὁ, σκηνή
one who lives in the same tent, a messmate, Lat. contubernalis, Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

companion in arms, fellow-soldier

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)