Anonymous

φοιβαστικός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φοιβαστικός:''' -ή, -όν, ([[φοιβάζω]]), [[προφητικός]]· με γεν., <i>φοιβαστικὸς χρῆσμων</i>, [[εκφέρω]] μαντείες, σε Πλούτ.
|lsmtext='''φοιβαστικός:''' -ή, -όν, ([[φοιβάζω]]), [[προφητικός]]· με γεν., <i>φοιβαστικὸς χρῆσμων</i>, [[εκφέρω]] μαντείες, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φοιβαστικός:''' прорицающий, пророческий: φ. χρησμῶν Plut. дающий прорицания.
}}
}}