φοιβαστικός

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοιβαστικός Medium diacritics: φοιβαστικός Low diacritics: φοιβαστικός Capitals: ΦΟΙΒΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phoibastikós Transliteration B: phoibastikos Transliteration C: foivastikos Beta Code: foibastiko/s

English (LSJ)

φοιβαστική, φοιβαστικόν, like inspiration, enthusiastic, Longin.13.2, Ptol.Tetr.159: c. gen., φ. ἐμμέτρων χρησμῶν uttering oracles in verse, Plu.Rom.21.

German (Pape)

[Seite 1295] zur Begeisterung gehörig, wahrsagend, Longin. und Sp., φοιβαστικὴν ἐμμέτρων χρησμῶν, d. i. in Versen Orakel erteilend, Plut. Rom. 20.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui prononce en prophétisant, gén..
Étymologie: φοιβάς.

Russian (Dvoretsky)

φοιβαστικός: прорицающий, пророческий: φ. χρησμῶν Plut. дающий прорицания.

Greek (Liddell-Scott)

φοιβαστικός: -ή, -όν, ὁ ὑπὸ τοῦ Φοίβου ἐμπνεόμενος, μαντευτικός, ἐνθουσιώδης, Λογγῖν. 13. 2· μετὰ γεν., φ. χρησμῶν, προφέρων χρησμούς, χρησμοδοτῶν, Πλουτ. Ρωμ. 21.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φοιβάζω
1. αυτός που εμπνέεται από τον Φοίβο, προφητικός
2. φρ. «φοιβαστικὸς χρησμῶν» — αυτός που χρησμοδοτεί (Πλούτ.).

Greek Monotonic

φοιβαστικός: -ή, -όν, (φοιβάζω), προφητικός· με γεν., φοιβαστικὸς χρῆσμων, εκφέρω μαντείες, σε Πλούτ.

Middle Liddell

φοιβαστικός, ή, όν φοιβάζω
prophetic: c. gen., φ. χρησμῶν uttering oracles, Plut.