Anonymous

ἐλαχυπτέρυξ: Difference between revisions

From LSJ
2
(11)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐλαχυπτέρυξ]] ο, η (Α)<br />(για [[δελφίνι]]) αυτός που έχει μικρά πτερύγια.
|mltxt=[[ἐλαχυπτέρυξ]] ο, η (Α)<br />(για [[δελφίνι]]) αυτός που έχει μικρά πτερύγια.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλᾰχυπτέρυξ:''' ῠγος adj. с короткими плавниками ([[δελφίς]] Pind.).
}}
}}