3,276,318
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄτμητος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που δεν κόβεται, μη χαρακωμένος, αυτός που δεν έχει ρήγματα, σε Θουκ., Πλούτ.· λέγεται για [[ορυχείο]], αυτός που δεν έχει ανασκαφεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αδιαίρετος]], [[αναπόσπαστος]], αδιαχώρητος, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἄτμητος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που δεν κόβεται, μη χαρακωμένος, αυτός που δεν έχει ρήγματα, σε Θουκ., Πλούτ.· λέγεται για [[ορυχείο]], αυτός που δεν έχει ανασκαφεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αδιαίρετος]], [[αναπόσπαστος]], αδιαχώρητος, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄτμητος:''' <b class="num">1)</b> несрезанный или неподрезанный (ἄμπελοι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> невскрытый (ἀργυρεῖα Xen.);<br /><b class="num">3)</b> некастрированный ([[ζῷον]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> неразоренный (γῆ Thuc.);<br /><b class="num">5)</b> неделимый Arst.: [[μέχρι]] τοῦ ἀτμήτου τέμνειν Plat. делить, пока не доберешься до неделимого. | |||
}} | }} |