Anonymous

ἄτμητος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄτμητος]], -ον (AM) [[τέμνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ή που δεν μπορεί να κοπεί<br /><b>2.</b> [[αδιαίρετος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[περιοχή]] ή κτήματα) [[εκείνος]] που δεν έχει λεηλατηθεί και καταστραφεί με [[κόψιμο]] των δέντρων του από τους εχθρούς<br /><b>2.</b> (για [[ορυχείο]], [[μεταλλείο]] <b>κ.λπ.</b>) που δεν έχει σκαφτεί<br /><b>3.</b> (για ζώο) μη ευνουχισμένος.
|mltxt=[[ἄτμητος]], -ον (AM) [[τέμνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ή που δεν μπορεί να κοπεί<br /><b>2.</b> [[αδιαίρετος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[περιοχή]] ή κτήματα) [[εκείνος]] που δεν έχει λεηλατηθεί και καταστραφεί με [[κόψιμο]] των δέντρων του από τους εχθρούς<br /><b>2.</b> (για [[ορυχείο]], [[μεταλλείο]] <b>κ.λπ.</b>) που δεν έχει σκαφτεί<br /><b>3.</b> (για ζώο) μη ευνουχισμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄτμητος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που δεν κόβεται, μη χαρακωμένος, αυτός που δεν έχει ρήγματα, σε Θουκ., Πλούτ.· λέγεται για [[ορυχείο]], αυτός που δεν έχει ανασκαφεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αδιαίρετος]], [[αναπόσπαστος]], αδιαχώρητος, σε Πλάτ.
}}
}}