3,273,006
edits
(2) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλᾰός:''' -όν, αυτός που δεν βλέπει, [[τυφλός]], σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. κ.λπ.· [[ἕλκος]] ἀλαόν, εκτυφλωτική [[πληγή]], δηλ. [[τύφλωση]], στον ίδ. (κοινώς θεωρείται ως [[σύνθετο]] από το [[α- στερητικό]] και το [[λάω]] [[video]]). | |lsmtext='''ἀλᾰός:''' -όν, αυτός που δεν βλέπει, [[τυφλός]], σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. κ.λπ.· [[ἕλκος]] ἀλαόν, εκτυφλωτική [[πληγή]], δηλ. [[τύφλωση]], στον ίδ. (κοινώς θεωρείται ως [[σύνθετο]] από το [[α- στερητικό]] και το [[λάω]] [[video]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλᾰός:''' (у Hom. тж. ᾱλᾱ)<br /><b class="num">1)</b> незрячий, слепой ([[μάντις]] Hom.; τὸ [[φωτῶν]] [[γένος]] Aesch.; ὄμματα Soph., Eur.);<br /><b class="num">2)</b> причиняющий слепоту, ослепляющий ([[ἕλκος]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> умерший, усопший: ἀλαοὶ καὶ δεδορκότες Aesch. мертвые и живые. | |||
}} | }} |