ἀλαός
English (LSJ)
[ᾰλ], όν,
A not seeing, blind (Cypr. for τυφλός, AB1095), Od.8.195, etc. (not in Il., Trag. only in lyr.); τὸ φωτῶν ἀ. γένος A.Pr.549, ἀλαοί, opp. δεδορκότες, the dead, Id.Eu.322; of eyes, S.OC149, 244, E.Ph.1531; ἕλκος ἀ. = blinding wound, i.e. blindness, S.Ant.974; ἐπ ὀφθαλμῶν ἀ. νέφος A.R.2.259.
II invisible, imperceptible, φθίσις ἀλαή prob. l. in Hp. Loc. Hom.10 (codd. ἄλλη, Gal. ἀλαΐα). (If from ἀ- priv., λάω A (q.v.), the accent is exceptional, but cf. Hdn. Gr. 1.112.) [ᾰλᾰος Od. l.c., etc.; but μάντιος ἀλαοῦ init. vers. Od.10.493, 12.267.]
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): fem. ἀλαΐη Hp.Loc.Hom.10
• Prosodia: [ᾰ-]
1 ciego de Tiresias Od.10.493, 12.267, cf. Od.8.195, S.OC 1449, Call.Lau.Pall.98, 118, Luc.Alex.47, Ἔρις Timo SHell.795, ὄμμα S.OC 149, 244, E.Ph.1531, cf. Nonn.Par.Eu.Io.9.23, 40, 10.21
•fig. ciego, sin discernimiento τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος A.Pr.550, ἀλαὸς βίος vida ciega, que no puede escapar del destino Q.S.7.79
• οἱ ἀλαοί = los que no ven e.d. los muertos op. οἱ δεδορκότες A.Eu.322.
2 invisible, imperceptible φθίσις Hp.Loc.Hom.10.
3 cegador ἕλκος S.Ant.974, ἐπ' ὀφθαλμῶν ἀλαὸν νέφος A.R.2.259.
• Etimología: Comp. neg. de λάω ‘ver’ q.u.
German (Pape)
[Seite 89] όν (von ἀ privat. u. λάω sehen? ἀλάομαι?), blind; Hom. dreimal, Od. 8, 195 καί κ' ἀλαός τοι διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων, 10, 493. 12, 267 Versanfang μάντηος ἀλαοῦ, Tiresias; Tragg. u. Alex. D.; in Prosa nicht. – Aeschyl. Eum. 322 ἀλαοί die Todten, Gegens. δεδορκότες; – Apoll. Rh. 2, 259 ἀλαὸν νέφος, dunkele Wolke.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
I. qui ne voit pas, d'où
1 aveugle;
2 subst. οἱ ἀλαοί les morts;
II. qui empêche de voir : ἀλαὸν ἕλκος ὀμμάτων SOPH blessure des yeux qui prive de la vue.
Étymologie: ἀ, λάω¹ ; sel. d'autres, apparenté à ἀλάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλαός -όν, f. ook -ή
1. blind:. ἀλαοῖσι καὶ δεδορκόσιν ποινάν een straf voor de blinden en de zienden (d.w.z. de levenden en de doden) Aeschl. Eum. 322.
2. die blind maakt:. ἕλκος wond Soph. Ant. 974.
3. onzichtbaar.
Russian (Dvoretsky)
ἀλᾰός: (у Hom. тж. ᾱλᾱ)
1 незрячий, слепой (μάντις Hom.; τὸ φωτῶν γένος Aesch.; ὄμματα Soph., Eur.);
2 причиняющий слепоту, ослепляющий (ἕλκος Soph.);
3 умерший, усопший: ἀλαοὶ καὶ δεδορκότες Aesch. мертвые и живые.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: blind (Il.).
Other forms: Cf. κ 493 = μ 267 μάντιος (-ηος?) ἀλαοῦ, which provides a metrical problem.
Derivatives: Denom. verb ἀλαόω (Od., AP), vgl. Wackernagel Unt. 127.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The explanation from λάω see is too abstract-logical (and it should have been barytone). A.B. 1095 says the word was Cypriot, which may mean that it belongs to the Achaean layer in Homer; s. Ruijgh, Élément ach. 160. - The usual word is τυφλός.
Middle Liddell
[Commonly regarded as a compd. of α privat., and λάω video.]
not seeing, blind, Od., Trag., etc.; ἕλκος ἀλαόν a blinding wound, i. e. blindness, Trag.
Greek Monolingual
ἀλαός, -όν (Α)
1. αυτός που δεν βλέπει, τυφλός
2. (για τα μάτια) αυτός που έχει υποστεί τύφλωση
3. αυτός που δεν φαίνεται, αόρατος, αφανής
4. αυτός που δεν προβλέπει, ο μη προορατικός
5. σκοτεινός, αμαυρός, μελανός («ἀλαὸν νέφος»)
6. (ο πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἀλαοί
οι νεκροί, σε αντίθεση προς το δεδορκότες (αυτοί που βλέπουν το φως, οι ζωντανοί)
7. φρ. «ἔλκος ἀλαόν», η τυφλότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λέξη αβέβαιης ετυμολογίας, που νωρίς αντικαταστάθηκε στη χρήση από το επίθ. τυφλός. Η λ. θεωρείται σύνθετη από το ρ. λάω «βλέπω» και το στερητ. ἀ- (ἀ-λαός), μολονότι στο σύνθετο δεν παρατηρείται αναβιβασμός του τόνου, όπως θα περιμέναμε (πρβλ. λ.χ. ἄδικος). Το ότι, εξάλλου, η λ. ανήκει στο σημασιολογικό πεδίο τών λέξεων που σημαίνουν «ατέλεια, αναπηρία, κ.τ.ό.» και τών οποίων συχνά η σημ. είναι προϊόν ευφημισμού ή άλλων εθνογλωσσικών και κοινωνιογλωσσικών παραγόντων, γεννά πρόσθετα προβλήματα στην ετυμολογική ερμηνεία αυτής και άλλων συναφών λέξεων. Το επίθ. ἀλαός είναι ακόμη πιθανό να σχετίζεται με το λατ. luscus «μονόφθαλμος».
ΠΑΡ. αρχ. ἀλαῶ.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀλαο-σκοπιά, ἀλαῶπις, ἀλαωπός
μσν.
ἀλαώψ.
Greek Monotonic
ἀλᾰός: -όν, αυτός που δεν βλέπει, τυφλός, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. κ.λπ.· ἕλκος ἀλαόν, εκτυφλωτική πληγή, δηλ. τύφλωση, στον ίδ. (κοινώς θεωρείται ως σύνθετο από το α- στερητικό και το λάω video).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαός: -όν, = μὴ βλέπων, τυφλός, Ὀδ. Θ. 195, κτλ. (ἴδε ἐν τέλ.) οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ., παρὰ δὲ τοῖς Τραγ. μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις· τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος, Αἰσχύλ. Πρ. 549· ἀλαοὶ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δεδορκότες, οἱ νεκροί, ὁ αὐτ. Εὐμ. 322., περὶ ὀφθαλμῶν, Σοφ. Ο. Κ. 150, 243, Εὐρ. Φοίν. 1531· ἕλκος ἀλαόν, πληγὴ ἀποτυφλοῦσα, δηλ. τυφλότης, Σοφ. Ἀντ. 974. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. caecus, σκοτεινός, ἀμαυρός, νέφος, Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 259. ΙΙΙ. ἀόρατος, ἀφανής, ἀδιάγνωστος, φθίσις ἀλαή, Ἱππ. 412, 24., ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδορφ. ἀντὶ ἄλλη ἢ (ὡς ὁ Γαλην. Λεξ.) ἀλαΐα. (Ἐὰν εἶναι σύνθετον ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τοῦ λάω video (ἂν καὶ ἡ ὕπαρξις τοιούτου ῥήματος εἶναι ἀμφίβολος· ἴδε ἐν λέξ.), ὁ τονισμὸς εἶναι κατ’ ἐξαίρεσιν, καὶ οὕτω θεωρεῖται ὑπὸ Ἀρκαδίου, 38). [ᾰλᾰος, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ. κτλ.: ― ἐντεῦθεν, ἐν Ὀδ. Κ. 493., Μ. 267, ἀντὶ μάντιος ᾱλᾱοῦ, οἱ κράτιστοι τῶν ἐκδοτῶν γράφουσι μάντηος ᾰλᾰοῦ, μὲ τὴν παραλήγουσαν τοῦ μάντηος ἐπιμηκυνθεῖσαν ἐν τῇ ἄρσει, Ἑρμάνν. Στοιχ. Μετρ. σ. 347].
Frisk Etymology German
ἀλαός: {alaós}
Meaning: blind (Hom., Trag. in lyr., A. R.).
Derivative: Denominatives Verb ἀλαόω im Aorist ἀλαῶσαι (Od., AP), vgl. Wackernagel Unt. 127. Davon ἀλαωτύς (ι 503) Blendung, Blindheit, vgl. Benveniste Noms d'agent 68. et.
Etymology: Die abstrakt-logisch unanfechtbare Erklärung aus λάω sehen (Bq s. λάω, Bechtel Lex. s. ἀλαός) hat gegen sich, daß man für den Begriff blind einen anschaulicheren Ausdruck erwartet.
Page 1,64
Mantoulidis Etymological
(=τυφλός). Ἀπό τό στερητ. α+λάω (=βλέπω).
Translations
blind
'Are'are: 'uru; Albanian: i verbër; Arabic: أَعْمَى, عَمْيَاء, كَفِيف; Egyptian Arabic: أعمى; Archi: бецду; Armenian: կույր; Aromanian: orbu; Asturian: ciegu; Avar: бецав; Azerbaijani: kor; Baluchi: کور; Bashkir: һуҡыр; Basque: itsu; Belarusian: сляпы; Bengali: অন্ধ; Bikol Central: buta; Breton: dall; Buginese: wuta; Bulgarian: сляп; Burmese: ကန်း; Buryat: һохор; Catalan: cec, orb; Cebuano: buta; Chamicuro: manatsa; Chavacano: ciego; Chechen: бӏаьрзе; Cherokee: ᏗᎨᏫ; Chinese Cantonese: 盲, 失明; Dungan: ха, хазы; Hakka: 瞎目; Mandarin: 盲, 盲目, 失明, 瞎, 瞽; Min Nan: 青盲, 失明; Chuvash: суккӑр, куҫсӑр; Cornish: dall; Crimean Tatar: soqur, kör; Czech: slepý; Dalmatian: vuarb, uarb; Danish: blind; Dutch: blind; Elfdalian: blind; Esperanto: blinda; Estonian: pime; Faroese: blindur; Finnish: sokea; Franco-Provençal: avoglo; French: aveugle, mal-voyant, mal-voyante; Friulian: vuarb; Gagauz: köör, görmäz, gözsüz; Galician: cego, invidente; Georgian: ბრმა, უსინათლო; German: blind; Gothic: 𐌱𐌻𐌹𐌽𐌳𐍃; Greek: τυφλός, αόμματος; Ancient Greek: ἄβλεπτος, ἄγληνος, ἄδερκτος, ἀθέατος, ἀθήητος, ἀλαός, ἀλαωπός, ἀλαώψ, ἀμαυρός, ἀνόμματος, ἀπόμματος, ἀφανής, ἀφώτιστος, διεφθαρμένος τὰ ὄμματα, λιπαυγής, λιποβλέφαρος, λιπόγληνος, λιποφεγγής, ὀμματοστερής, παραβλώψ, παρός, πηρός, πολυβλέπων, σκοτεινός, σκότον δεδορκώς, τυφλίνης, τυφλῖνος, τυφλός, τυφλώψ; Greenlandic: tappiitsoq; Hebrew: עיוור / עִוֵּר; Higaonon: buta; Hiligaynon: buta; Hindi: अंधा; Hungarian: vak; Icelandic: blindur; Ido: blinda; Ilocano: bulsek; Indonesian: buta; Interlingua: cec; Irish: dall; Istriot: uorbo; Italian: cieco, orbo; Ivatan: mavota; Japanese: 失明した, 目の見えない, 盲目の, 盲; Javanese: picek; Kalmyk: сохр; Karachay-Balkar: сокъур; Karakalpak: гөр, соқыр; Kazakh: соқыр; Khakas: харах чох; Khmer: ខ្វាក់; Komi-Permyak: синтӧм; Komi-Zyrian: синтӧм; Korean: 눈이 먼, 장님의; Kurdish Central Kurdish: کوێر; Northern Kurdish: kor; Kyrgyz: сокур, көр; Lao: ບອດ; Latgalian: oklys; Latin: caecus; Latvian: akls, neredzīgs; Limburgish: blindj; Lithuanian: ãklas; Low German: blind; Luxembourgish: blann; Macedonian: слеп; Makasar: buta; Malay: buta, tunanetra; Maltese: agħma, agħmi; Manchu: ᠪᠠᠯᡠ; Mansaka: pisuk; Maori: pura; Maranao: pisek, bota; Mari Eastern Mari: сокыр, уждымо; Western Mari: слӧпӧй, сльӧпӧй; Mongolian Cyrillic: сохор; Mongolian: ᠰᠣᠬᠤᠷ; Nanai: бали; Norman: aveugl'ye; Northern Sami: čalmmeheapme; Norwegian Bokmål: blind; Nynorsk: blind; Occitan: òrb, cèc; Odia: ଅନ୍ଧ; Old Church Slavonic Cyrillic: слѣпъ; Old East Slavic: слѣпъ; Old English: blind; Old Javanese: wuta; Oromo: jaamaa; Ossetian: куырм; Ottoman Turkish: اعمی; Pashto: ړوند, نابينا, نګوری; Persian: کور, نابینا; Piedmontese: orbo; Plautdietsch: blint; Polish: ślepy, niewidomy; Portuguese: cego; Punjabi: اَنّھا; Quechua: ñawsa; Canka Quechua: ñausa; Wanka Quechua: gapla; Waiwaş Quechua: gapra; Romagnol: cig; Romanian: orb, chior; Romansch: tschorv, orv, orb; Russian: слепой, незрячий; Sanskrit: अन्ध; Sardinian: tzecu, cegu, tzegu; Scottish Gaelic: dall; Serbo-Croatian Cyrillic: слеп, слијеп; Roman: slep, slijep; Sicilian: orvu, orbu; Sindhi: انڌو; Slovak: slepý; Slovene: slep; Sorbian Lower Sorbian: slěpy; Upper Sorbian: slepy; Southern Altai: сокор, кöзи кöрбöс, кöс јок; Spanish: ciego, invidente; Swahili: kipofu; Swedish: blind, synskadad; Tagalog: bulag; Tajik: кӯр, нобино; Tamil: குருடு; Tausug: buta; Telugu: గుడ్డి; Thai: ตาบอด, บอด; Tlingit: lkhooshtéeni; Tocharian B: tärrek; Turkish: kör, görme engelli, görmez, âmâ, gözsüz; Turkmen: kör; Tuvan: согур; Udmurt: сукыр, синтэм; Ukrainian: сліпий; Urdu: اندھا; Uyghur: كور; Uzbek: koʻr; Venetian: orbo, cioro, ciore; Vietnamese: mù, đui mù, đui; Volapük: bleinik; Waray-Waray: butá; Warlpiri: pampa; Welsh: dall; West Frisian: blyn; White Hmong: dig muag; Yiddish: בלינד; Yoruba: afọju; Zazaki: kor; Zhuang: mengz, fangz