Anonymous

διακόπτω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διακόπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κόβω]] στα [[δύο]], [[κόβω]] στη [[μέση]], [[κόβω]] πέρα για πέρα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[διασπώ]] τις τάξεις, γραμμές του εχθρού, <i>τὴν τάξιν</i>, σε Ξεν.· [[έπειτα]], [[διέρχομαι]] μέσα από τις τάξεις του εχθρού, στον ίδ.
|lsmtext='''διακόπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κόβω]] στα [[δύο]], [[κόβω]] στη [[μέση]], [[κόβω]] πέρα για πέρα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[διασπώ]] τις τάξεις, γραμμές του εχθρού, <i>τὴν τάξιν</i>, σε Ξεν.· [[έπειτα]], [[διέρχομαι]] μέσα από τις τάξεις του εχθρού, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διακόπτω:''' <b class="num">1)</b> разрубать, рассекать, разбивать, разламывать (μοχλόν Thuc., Polyb.; τὰ κλεῖθρα Xen.; τὸν κρύσταλλον Arst.; [[τόν]] θώρακα τῷ δόρατι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> отрубать, отсекать (ξίφει τὴν χεῖρα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> наносить раны, ранить (μηροὺς καὶ βραχίονας διακεκομμένος Plut.);<br /><b class="num">4)</b> разрывать, прорывать (τὴν κοιλίαν Arst.; воен. τάξιν Xen., Polyb.; φάλαγγα Plut.);<br /><b class="num">5)</b> прерывать, прекращать (τὰς πρός τινα διαλύσεις Polyb.; τὴν κοινολογίαν Plut.);<br /><b class="num">6)</b> разрывать, расторгать (συνθήκας, τὴν πρός τινα συμμαχίαν Polyb.);<br /><b class="num">7)</b> разлучать, разделять (τινάς Plut.);<br /><b class="num">8)</b> обрывать (τὴν περίοδον Arst.);<br /><b class="num">9)</b> пробиваться, прорываться (διακεκοφότες πρὸς τὰς εἰσόδους Xen.): τὸ [[βέλος]] διακόψαν [[ἄχρι]] τοῦ [[διελθεῖν]] Luc. стрела, впившаяся глубоко.
}}
}}