Anonymous

κατάφρακτος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(nl)
(2b)
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''κατάφρακτος:''' [[παλιός]] Αττ. -φαρκτος, <i>-ον</i>, κλειδωμένος, ασφαλισμένος, περιορισμένος, σε Σοφ.· <i>πλοῖακ</i>., διακοσμημένα πλοία, σε Θουκ.
|lsmtext='''κατάφρακτος:''' [[παλιός]] Αττ. -φαρκτος, <i>-ον</i>, κλειδωμένος, ασφαλισμένος, περιορισμένος, σε Σοφ.· <i>πλοῖακ</i>., διακοσμημένα πλοία, σε Θουκ.
}}
}}
{{elnl
{{elru
|elnltext=κατάφρακτος -ον [καταφρασσομαι] overdekt, gepantserd:; πλοῖα κατάφρακτα overdekte schepen Thuc. 1.10.4; ἡ κ. ἵππος de gepantserde ruiterij Plut. Luc. 28.2; subst.: αἱ κατάφρακται dekschepen.
|elrutext='''κατάφρακτος:''' <b class="num">1)</b> покрытый броней ([[ἵππος]] Polyb.; ἱππεῖς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> защищенный (толстыми досками) (πλοῖα Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> Soph. v. l. = [[κατάφαρκτος]].
}}
}}