Anonymous

σίαλον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σίᾰλον:''' ή σίελον, τό, [[σάλιο]], [[έκκριμα]] των σιελογόνων αδένων, [[φτύμα]], σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''σίᾰλον:''' ή σίελον, τό, [[σάλιο]], [[έκκριμα]] των σιελογόνων αδένων, [[φτύμα]], σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=σίαλον -ου, τό, meestal σίελον, speeksel; geneesk. ook slijm. Hp.
}}
}}