Anonymous

συσσίτιον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συσσίτιον:''' [ῑ], τό, κατά κανόνα στον πληθ. <i>συσσίτια</i>, <i>τά</i>,<br /><b class="num">I.</b> κοινό [[γεύμα]], κοινό [[τραπέζι]], κοινό [[δείπνο]], όπως αυτά που συνήθιζαν να παραθέτουν στην [[Κρήτη]] και τη [[Σπάρτη]], σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[αίθουσα]], [[τραπεζαρία]] που παρατίθεται το [[συσσίτιο]], [[κοινή]] δειπνητήρια [[αίθουσα]], σε Ευρ., Πλάτ.
|lsmtext='''συσσίτιον:''' [ῑ], τό, κατά κανόνα στον πληθ. <i>συσσίτια</i>, <i>τά</i>,<br /><b class="num">I.</b> κοινό [[γεύμα]], κοινό [[τραπέζι]], κοινό [[δείπνο]], όπως αυτά που συνήθιζαν να παραθέτουν στην [[Κρήτη]] και τη [[Σπάρτη]], σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[αίθουσα]], [[τραπεζαρία]] που παρατίθεται το [[συσσίτιο]], [[κοινή]] δειπνητήρια [[αίθουσα]], σε Ευρ., Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=συσσίτιον -ου, τό Att. ook ξυσσίτιον [σύσσιτος] gezamenlijke maaltijd (voor mannen, spec. in Sparta); ook ruimte voor gezamenlijke maaltijd, eetzaal.
}}
}}