3,277,172
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συσσίτιον:''' [ῑ], τό, κατά κανόνα στον πληθ. <i>συσσίτια</i>, <i>τά</i>,<br /><b class="num">I.</b> κοινό [[γεύμα]], κοινό [[τραπέζι]], κοινό [[δείπνο]], όπως αυτά που συνήθιζαν να παραθέτουν στην [[Κρήτη]] και τη [[Σπάρτη]], σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[αίθουσα]], [[τραπεζαρία]] που παρατίθεται το [[συσσίτιο]], [[κοινή]] δειπνητήρια [[αίθουσα]], σε Ευρ., Πλάτ. | |lsmtext='''συσσίτιον:''' [ῑ], τό, κατά κανόνα στον πληθ. <i>συσσίτια</i>, <i>τά</i>,<br /><b class="num">I.</b> κοινό [[γεύμα]], κοινό [[τραπέζι]], κοινό [[δείπνο]], όπως αυτά που συνήθιζαν να παραθέτουν στην [[Κρήτη]] και τη [[Σπάρτη]], σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[αίθουσα]], [[τραπεζαρία]] που παρατίθεται το [[συσσίτιο]], [[κοινή]] δειπνητήρια [[αίθουσα]], σε Ευρ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συσσίτιον -ου, τό Att. ook ξυσσίτιον [σύσσιτος] gezamenlijke maaltijd (voor mannen, spec. in Sparta); ook ruimte voor gezamenlijke maaltijd, eetzaal. | |||
}} | }} |