συσσίτιον

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσῑ́τιον Medium diacritics: συσσίτιον Low diacritics: συσσίτιον Capitals: ΣΥΣΣΙΤΙΟΝ
Transliteration A: syssítion Transliteration B: syssition Transliteration C: syssition Beta Code: sussi/tion

English (LSJ)

τό, only in plural (exc. in E.Ion1165),
A common meal, public mess, such as were used in Crete and Sparta, Hdt.1.65, Ar.Ec.715, Pl.Lg.625e, etc.; cf. Arist.Pol.1271a33, 1272a1, 1330a3.
2 mess, company, Anaxil.19.
II mess-room, common-hall, ἐν μέσῳ συσσιτίῳ κρατῆρας ἔστησ' E. l.c.; συσσίτια ἐν οἷς.. τὴν δίαιταν ποιητέον Pl.Lg.762c; σ. χειμερινά Id.Criti.112b; γυμνάσια σ. τε ibid.c; common room of the Museum at Alexandria, Str.17.1.8.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
repas en commun ; τὰ συσσίτια syssities, repas communs auxquels prenaient part tous les citoyens en Crète et à Sparte.
Étymologie: σύσσιτος.
Syn. φιλίτια.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συσσίτιον -ου, τό Att. ook ξυσσίτιον [σύσσιτος] gezamenlijke maaltijd (voor mannen, spec. in Sparta); ook ruimte voor gezamenlijke maaltijd, eetzaal.

German (Pape)

[ῑ], τό, gew. im plur. τὰ συσσίτια,
1 das Zusammenspeisen, gemeinschaftliche Mahlzeit, Eur. Ion 1165; dergleichen Lycurg in Sparta eingeführt hatte, an welchen alle Bürger Teil nahmen, Her. 1.65; Plat. Legg. VI.781c und öfter, wie Folgde; vgl. Dosiad. bei Ath. IV.143.
2 Ort des Zusammenspeisens, gemeinschaftlicher Speisesaal; καὶ γυμνάσια, Plat. Critia. 112b; συσσίτια ἐν οἷς κοινῇ τὴν δίαιταν ποιητέον ἅπασι, Legg. VI.762c.

Russian (Dvoretsky)

συσσίτιον: (σῑ) τό (преимущ. pl.) помещение для общих трапез, общественная столовая Eur., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

συσσίτιον: [ῑ], τό, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. τὰ συσσίτια (πλὴν παρ’ Εὐρ. Ἔνθα κατωτέρω), κοινὸν φαγητόν, κοινὴ τράπεζα, κοινὸν δεῖπνον, οἷα ἦσαν ἐν χρήσει ἐν Κρήτῃ καὶ ἐν Σπάρτῃ, Ἡρόδ. 1. 65, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 715, Πλάτ., κλπ., πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 31., 2. 10, 7 κἑξ., 7. 10, 2. 2) συντροφία, συσσίτιον μέλλεις νοσηλεύειν; Ἀναξίλ. ἐν «Μαγείροις» 1, Στράβ. 793, πρβλ. φιλίτια, καὶ ἴδε ἐν λ. κινδυνεύω 4. 6. ΙΙ. αἴθουσα τοῦ σισσιτίου, δειπνητήριον κοινόν, ἐν μέσῳ ξυσσιτίῳ κρατῆρας ἔστησ’ Εὐρ. Ἴων 1165· ξυσσίτια ἐν οἷς... τὴν δίαιταν ποιητέον Πλάτ. Νόμ. 762C· σ. χειμερινὰ ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 112Β· γυμνάσια σ. τε αὐτόθι C.

Greek Monotonic

συσσίτιον: [ῑ], τό, κατά κανόνα στον πληθ. συσσίτια, τά,
I. κοινό γεύμα, κοινό τραπέζι, κοινό δείπνο, όπως αυτά που συνήθιζαν να παραθέτουν στην Κρήτη και τη Σπάρτη, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
II. αίθουσα, τραπεζαρία που παρατίθεται το συσσίτιο, κοινή δειπνητήρια αίθουσα, σε Ευρ., Πλάτ.

Middle Liddell

συσσῑ́τιον, ου, τό, mostly in pl]
I. a common meal, public mess, such as were used in Crete and Lacedaemon, Hdt., Plat., etc.
II. a messroom, common-hall, Eur., Plat.

English (Woodhouse)

dining hall

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

τό. Ἀπό τό συσσιτέω -ῶ (=τρώω μαζί) ἀπό τό σύσσιτος → σύν + σῖτος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.