Anonymous

ἀταλός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀταλός:''' [ᾰτᾰ], -ή, -όν, (συγγενές προς το [[ἁπαλός]]), [[απαλός]], [[τρυφερός]], [[λεπτός]], λέγεται για νεαρά πλάσματα, σε Όμηρ.· <i>ἀταλὰ φρονέοντες</i>, έχοντας νεανικό, εύθυμο [[φρόνημα]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀταλός:''' [ᾰτᾰ], -ή, -όν, (συγγενές προς το [[ἁπαλός]]), [[απαλός]], [[τρυφερός]], [[λεπτός]], λέγεται για νεαρά πλάσματα, σε Όμηρ.· <i>ἀταλὰ φρονέοντες</i>, έχοντας νεανικό, εύθυμο [[φρόνημα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτᾰλός:''' (ᾰτ) детский, юношеский, тж. нежный или радостный, резвый (Hom., HH, Hes., Pind.; Eur. - v. l. τἄγρευμ᾽ ἀτιτάλλετο).
}}
}}