3,274,789
edits
(1b) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀταλός]], -ή, -όν (Α)<br />Ι. 1. (για νεαρής ηλικίας πρόσωπα ή ζώα) [[ανάλαφρος]], [[λεπτός]], [[ευαίσθητος]]<br /><b>2.</b> [[νεανικός]], [[ζωηρός]]<br /><b>3.</b> [[τρυφερός]], [[στοργικός]]<br /><b>4.</b> [[υπάκουος]], [[ευπειθής]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀταλῶς</i> («ἀταλώτατα παίζει») χορεύει πιο ανάλαφρα — στην [[επιγραφή]] του Διπύλου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. αυτής της οικογένειας ([[αταλός]], [[ατάλλω]], [[ατιτάλλω]], [[αταλάφρων]]) παραμένουν δυσερμήνευτες τόσο ετυμολογικά όσο και σημασιολογικά. Είναι όροι που χρησιμοποιούνται [[κυρίως]] για τα [[παιδιά]], και γενικότερα για την παιδική [[ηλικία]] και τη [[νεότητα]]. Υποστηρίχθηκαν δύο βασικές απόψεις για την ετυμολ. του τ. [[αταλός]]. Η πρώτη, βασιζόμενη στα σημασιολογικά δεδομένα (<b>[[πρβλ]].</b> [[ατιτάλλω]] «[[ανατρέφω]], [[καλοπιάνω]] ένα [[παιδί]]», [[ατάλλω]] «[[ανατρέφω]], [[καλοπιάνω]], [[παίζω]]» και [[αταλός]] «αυτός που καλοπιάνεται, θωπεύεται, ο [[νέος]], ο [[τρυφερός]]»), θεωρεί ότι ο τ. [[αταλός]] έχει προέλθει από το [[άττα]] «[[πατερούλης]]», αρχική [[σημασία]] «(ανα)[[τροφέας]]», εκφραστική λ. της παιδικής γλώσσας. Κατά τη δεύτερη [[υπόθεση]] ο τ. [[αταλός]] προήλθε από τον τ. [[αταλάφρων]], που με [[παρέκταση]] έγινε <i>αταλαφρονέων</i> (όπως [[δολοφρονέων]] από [[δολόφρων]]), το οποίο με τη [[σειρά]] του έδωσε το επίθ. [[αταλός]] [[έπειτα]] από τη διάσπασή του στο [[αίσθημα]] των ομιλητών της γλώσσας σε δύο λ.: <i>αταλά φρονέων</i>]. | |mltxt=[[ἀταλός]], -ή, -όν (Α)<br />Ι. 1. (για νεαρής ηλικίας πρόσωπα ή ζώα) [[ανάλαφρος]], [[λεπτός]], [[ευαίσθητος]]<br /><b>2.</b> [[νεανικός]], [[ζωηρός]]<br /><b>3.</b> [[τρυφερός]], [[στοργικός]]<br /><b>4.</b> [[υπάκουος]], [[ευπειθής]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀταλῶς</i> («ἀταλώτατα παίζει») χορεύει πιο ανάλαφρα — στην [[επιγραφή]] του Διπύλου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. αυτής της οικογένειας ([[αταλός]], [[ατάλλω]], [[ατιτάλλω]], [[αταλάφρων]]) παραμένουν δυσερμήνευτες τόσο ετυμολογικά όσο και σημασιολογικά. Είναι όροι που χρησιμοποιούνται [[κυρίως]] για τα [[παιδιά]], και γενικότερα για την παιδική [[ηλικία]] και τη [[νεότητα]]. Υποστηρίχθηκαν δύο βασικές απόψεις για την ετυμολ. του τ. [[αταλός]]. Η πρώτη, βασιζόμενη στα σημασιολογικά δεδομένα (<b>[[πρβλ]].</b> [[ατιτάλλω]] «[[ανατρέφω]], [[καλοπιάνω]] ένα [[παιδί]]», [[ατάλλω]] «[[ανατρέφω]], [[καλοπιάνω]], [[παίζω]]» και [[αταλός]] «αυτός που καλοπιάνεται, θωπεύεται, ο [[νέος]], ο [[τρυφερός]]»), θεωρεί ότι ο τ. [[αταλός]] έχει προέλθει από το [[άττα]] «[[πατερούλης]]», αρχική [[σημασία]] «(ανα)[[τροφέας]]», εκφραστική λ. της παιδικής γλώσσας. Κατά τη δεύτερη [[υπόθεση]] ο τ. [[αταλός]] προήλθε από τον τ. [[αταλάφρων]], που με [[παρέκταση]] έγινε <i>αταλαφρονέων</i> (όπως [[δολοφρονέων]] από [[δολόφρων]]), το οποίο με τη [[σειρά]] του έδωσε το επίθ. [[αταλός]] [[έπειτα]] από τη διάσπασή του στο [[αίσθημα]] των ομιλητών της γλώσσας σε δύο λ.: <i>αταλά φρονέων</i>].<br />-η, -ο<br />αυτός που δεν συμπλήρωσε την ανάπτυξή του, [[αδύνατος]], [[τρυφερός]] («άταλο [[μωρό]]», «άταλο [[πουλάρι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[αταλός]], με αρχαίο, αναλογικό αναβιβασμό του τόνου]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |