Anonymous

διομαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διομᾰλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[μένω]] [[πάντοτε]] ο [[ίδιος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''διομᾰλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[μένω]] [[πάντοτε]] ο [[ίδιος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διομᾰλίζω:''' быть неизменным, оставаться постоянным, не изменяться ([[μέχρι]] τῆς τελευτῆς Plut.; ἐν τοῖς ἀποτελέσμασι Sext.).
}}
}}