διομαλίζω
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
pf. διωμάλικα Phld.Po.Herc.1425.34:—maintain a standard, ἀρετὴ διομαλίζουσα Id.Rh.1.264S., cf. Longin.33.4, Plu. Cat.Ma.4, S.E.M.11.207; to be consistent, of observations, ib.5.103.
Spanish (DGE)
1 tr. realizar con constancia o uniformidad τοῦτ' οὐδ' ἐν μοναχῷ γένει διωμάλικέν τις ποιητής Phld.Po.5.37.23, cf. S.E.M.5.103.
2 intr. ser constante ἀρετὴν ἄκραν καὶ διομαλίζουσαν ἀγνοηθῆναι que la virtud superior y constante es ignorada Phld.Rh.1.264, cf. Sch.Pi.N.3.72a, c. giro prep. τὰς μείζονας ἀρετάς, εἰ καὶ μὴ ἐν πᾶσι διομαλίζοιεν ... Longin.33.4, ἐν τοῖς ἀποτελέσμασι ref. al trabajo del artista, S.E.M.11.207, ἐν τοῖς κατορθώμασι S.E.M.11.207
•persistir μέχρι τῆς τελευτῆς Plu.Cat.Ma.4.
French (Bailly abrégé)
rester le même, être d'une humeur égale.
Étymologie: διά, ὁμαλίζω.
German (Pape)
(eigtl. verstärktes ὁμαλίζω), sich durchaus gleich bleiben; Plut. Cat. mai. 4; Sext.Emp. adv. math. 11.207 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
διομᾰλίζω: быть неизменным, оставаться постоянным, не изменяться (μέχρι τῆς τελευτῆς Plut.; ἐν τοῖς ἀποτελέσμασι Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
διομᾰλίζω: διαμένω ὁ αὐτὸς πάντοτε, Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 4, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 207· -ἐντεῦθεν διομᾰλισμός, ὁ, ὁμαλότης, σταθερότης, ὁ αὐτ. Π. 3. 244.
Greek Monolingual
διομαλίζω (AM) ομαλίζω
καθιστώ κάτι τελείως ομαλό
αρχ.
είμαι πάντα ο ίδιος, μένω αμετάβλητος.
Greek Monotonic
διομᾰλίζω: μέλ. -σω, μένω πάντοτε ο ίδιος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
fut. σω
to be always evenminded, Plut.