3,270,625
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χάλκασπις:''' -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει χάλκινη [[ασπίδα]], σε Πίνδ., Σοφ.· λέγεται για κάποιον που τρέχει σε ένοπλο αγώνα δρόμου, σε Πίνδ. | |lsmtext='''χάλκασπις:''' -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει χάλκινη [[ασπίδα]], σε Πίνδ., Σοφ.· λέγεται για κάποιον που τρέχει σε ένοπλο αγώνα δρόμου, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χάλκασπις:''' ιδος adj. вооруженный медным (бронзовым) щитом ([[Ἄρης]] Pind., Eur.; [[ἀνήρ]] Soph.): οἱ χαλκάσπιδες Polyb., Plut. вооруженные бронзовыми щитами (род войск в Македонии). | |||
}} | }} |