Anonymous

καταράομαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταράομαι:''' (<i>ᾱρ</i>, Ομηρ., <i>ᾰρ</i>, Αττ.), Ιων. -[[αρέομαι]]· μέλ. <i>-άσομαι</i>, Ιων. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> επικαλούμαι κατάρες [[εναντίον]] κάποιου, [[αναθεματίζω]], <i>τί τινι</i>, σε Όμηρ., Ηρόδ.· με απαρ., καταρῶνται [[ἀπολέσθαι]], προσεύχονται να πεθάνει, σε Θέογν.· με δοτ. προσ. μόνο, [[καταριέμαι]], [[αναθεματίζω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· [[έπειτα]], με αιτ. προσ., σε Πλούτ., Κ.Δ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[εκφέρω]] κατάρες, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> μτχ. Παθ. παρακ., <i>κατ-ηρᾱμένος</i>, με Παθ. [[σημασία]], [[καταραμένος]], [[αναθεματισμένος]], [[επικατάρατος]], στον ίδ.
|lsmtext='''καταράομαι:''' (<i>ᾱρ</i>, Ομηρ., <i>ᾰρ</i>, Αττ.), Ιων. -[[αρέομαι]]· μέλ. <i>-άσομαι</i>, Ιων. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> επικαλούμαι κατάρες [[εναντίον]] κάποιου, [[αναθεματίζω]], <i>τί τινι</i>, σε Όμηρ., Ηρόδ.· με απαρ., καταρῶνται [[ἀπολέσθαι]], προσεύχονται να πεθάνει, σε Θέογν.· με δοτ. προσ. μόνο, [[καταριέμαι]], [[αναθεματίζω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· [[έπειτα]], με αιτ. προσ., σε Πλούτ., Κ.Δ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[εκφέρω]] κατάρες, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> μτχ. Παθ. παρακ., <i>κατ-ηρᾱμένος</i>, με Παθ. [[σημασία]], [[καταραμένος]], [[αναθεματισμένος]], [[επικατάρατος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατᾰράομαι:''' ион. [[καταρέομαι]] (эп. ᾱρ)<br /><b class="num">1)</b> проклинать (τινα Luc., Plut., NT): [[κατηραμένος]] NT проклятый;<br /><b class="num">2)</b> посылать или призывать проклятия (τινι Her., Arph. etc.): τὴν Ἶσιν κ. τινι Anth. призывать проклятие Исиды на кого-л.; κ. τινι ἄλγεα Hom. желать кому-л. всяческих бед;<br /><b class="num">3)</b> произносить заклятия (κεφαλῇ τινι [[πολλά]] Her.).
}}
}}