3,274,873
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐμπολάω:''' παρατ. [[ἠμπόλων]], μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἠμπόλησα</i>, παρακ. [[ἠμπόληκα]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἠμπολήθην</i>, παρακ. [[ἠμπόλημαι]], Ιων. <i>ἐμπ-</i> ([[ἐμπλοκή]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κερδίζω]] μέσω ανταλλαγής προϊόντων ή με το [[εμπόριο]], [[βγάζω]] χρήματα, σε Σοφ., σε Ξεν. — Μέσ., βίοτον πολὺν [[ἐμπολόωντο]], αποκτούσαν [[πολλά]] [[υπάρχοντα]] ([[μεγάλη]] [[περιουσία]]) μέσω του εμπορίου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> συναλλάσσομαι ή [[εμπορεύομαι]] [[κάτι]], [[ψωνίζω]], [[αγοράζω]], σε Σοφ.· μεταφ., <i>ἐμπ. τὴν ἐμὴν φρένα</i>, βγάζει [[κέρδος]], επωφελείται με το να ασχολείται μαζί μου, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., συναλλάσσομαι ως [[έμπορος]], [[εμπορεύομαι]], [[πουλώ]], σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>ἠμποληκὼς τὰ πλεῖστ' ἀμείνονα</i>, αυτός που έχει χειριστεί τα περισσότερα πράγματα με [[επιτυχία]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἐμπολάω:''' παρατ. [[ἠμπόλων]], μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἠμπόλησα</i>, παρακ. [[ἠμπόληκα]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἠμπολήθην</i>, παρακ. [[ἠμπόλημαι]], Ιων. <i>ἐμπ-</i> ([[ἐμπλοκή]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κερδίζω]] μέσω ανταλλαγής προϊόντων ή με το [[εμπόριο]], [[βγάζω]] χρήματα, σε Σοφ., σε Ξεν. — Μέσ., βίοτον πολὺν [[ἐμπολόωντο]], αποκτούσαν [[πολλά]] [[υπάρχοντα]] ([[μεγάλη]] [[περιουσία]]) μέσω του εμπορίου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> συναλλάσσομαι ή [[εμπορεύομαι]] [[κάτι]], [[ψωνίζω]], [[αγοράζω]], σε Σοφ.· μεταφ., <i>ἐμπ. τὴν ἐμὴν φρένα</i>, βγάζει [[κέρδος]], επωφελείται με το να ασχολείται μαζί μου, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., συναλλάσσομαι ως [[έμπορος]], [[εμπορεύομαι]], [[πουλώ]], σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>ἠμποληκὼς τὰ πλεῖστ' ἀμείνονα</i>, αυτός που έχει χειριστεί τα περισσότερα πράγματα με [[επιτυχία]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμπολάω:''' (impf. [[ἠμπόλων]], fut. ἐμπολήσω, aor. ἐνεπόλησα, pf. [[ἠμπόληκα]] - Luc. ἐμπεπόληκα; pass.: aor. ἠμπολήθην, pf. [[ἠμπόλημαι]])<br /><b class="num">1)</b> закупать, покупать (τἀπὸ Σάρδεων [[ἤλεκτρον]] Soph.; ἄλφιτα καὶ [[πυρόν]] Arph.; med. βίοτον πολύν Hom.): ἐμποληθείς (sc. [[ἀνήρ]]) Soph. проданный, т. е. раб;<br /><b class="num">2)</b> выручать от продажи (τετρακισχιλίας δραχμὰς ἔκ τινος Isae.; οὐ [[πλεῖον]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> получать, приобретать ([[κέρδος]] Soph.): ἠμποληκὼς τὰ πλεῖστ᾽ ἀμείνονα Aesch. достигнув в большинстве случаев успехов;<br /><b class="num">4)</b> зарабатывать (οὐδ᾽ ὀβολόν Luc.);<br /><b class="num">5)</b> продавать ([[πεντήκοντα]] δραχμῶν τι Arph.): ἐ. [[βέλτιον]] Arph. продать выгоднее; ἐμπολῆσαι τὴν φρένα τινός Soph. обмануть кого-л. | |||
}} | }} |