Anonymous

φωταγωγός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φωτᾰγωγός:''' -όν, αυτός που οδηγεί με φως· [[φωταγωγός]] (ενν. [[θύρα]]), <i>ἡ</i>, [[άνοιγμα]] για φως, [[παράθυρο]], σε Λουκ.
|lsmtext='''φωτᾰγωγός:''' -όν, αυτός που οδηγεί με φως· [[φωταγωγός]] (ενν. [[θύρα]]), <i>ἡ</i>, [[άνοιγμα]] για φως, [[παράθυρο]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''φωτᾰγωγός:''' ἡ (sc. [[θύρα]] или [[θυρίς]]) окно (ἀπορρῖψαί τι διὰ τῆς φωταγωγοῦ Luc.).
}}
}}