φωταγωγός

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωταγωγός Medium diacritics: φωταγωγός Low diacritics: φωταγωγός Capitals: ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: phōtagōgós Transliteration B: phōtagōgos Transliteration C: fotagogos Beta Code: fwtagwgo/s

English (LSJ)

όν, enlightening, illuminating, of the sun, Mich. in EN 554.29; bringing to light, ἀθεμίστων πραγμάτων PMagLond. 46.190. ἡ φ. (sc. θυρίς) opening for light, window, Luc. Symp. 20, Dom. 6.

German (Pape)

[Seite 1323] mit dem Lichte voranführend, voranleuchtend, erleuchtend, Sp.; ἡ φωτ., sc. θύρα, das Lichtloch od. Fenster, Luc. Lapith. 20 Hipp. 7.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui amène la lumière ; subst.φωταγωγός (θυρίς) fenêtre.
Étymologie: φῶς, ἄγω.

Russian (Dvoretsky)

φωτᾰγωγός: ἡ (sc. θύρα или θυρίς) окно (ἀπορρῖψαί τι διὰ τῆς φωταγωγοῦ Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

φωτᾰγωγός: -όν, ὁ ὁδηγῶν διὰ φωτός, φωτίζων, πληρῶν φωτός, Ἐκκλ. 2) ἡ φωταγωγὸς (ἐξυπακ. θύρα), ἄνοιγμα πρὸς φωτισμόν, παράθυρον, Λουκ. Συμπ. 20, περὶ Οἴκου 6, κλπ., πρβλ. Σουΐδ.· ― ὡσαύτως, ἡ φωταγωγὸς = λαμπάς, Βυζ.

Spanish

que ilumina, que trae a la luz

Greek Monolingual

-ό / φωταγωγός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που φέρνει φως
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο φωταγωγός
άνοιγμα σε τοίχο ή κενός χώρος σε οικοδομή που χρησιμεύει για τον φωτισμό εσωτερικών διαμερισμάτων
μσν.
1. μτφ. αυτός που διαφωτίζει την ψυχή και το πνεύμα, που καθοδηγεί τις ψυχές
2. το θηλ. ως ουσ.φωταγωγός
η λαμπάδα
αρχ.
1. (για τον Ήλιο) αυτός που εκπέμπει, που παρέχει φως, αυτός που φωτίζει
2. αυτός που φέρνει κάτι στο φως, που αποκαλύπτει («φωταγωγὸς ἀθεμίστων πραγμάτων», πάπ.)
3. μτφ. θεολ. (για τον Θεό) παρέχω πνευματικό φως, δίνω φώτιση
4. το θηλ. ως ουσ. άνοιγμα χρήσιμο για φωτισμό, φεγγίτης ή παράθυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + ἀγωγός (πρβλ. δημαγωγός, ψυχαγωγός)].

Greek Monotonic

φωτᾰγωγός: -όν, αυτός που οδηγεί με φως· φωταγωγός (ενν. θύρα), , άνοιγμα για φως, παράθυρο, σε Λουκ.

Middle Liddell

φωτ-ᾰγωγός, όν
guiding with a light: φωταγωγός (sc. θύρἀ, an opening for light, a window, Luc.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό φῶς + ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη φάος.

Léxico de magia

-όν que ilumina, que trae a la luz de Helios Ἡλίου κόρας, ἀθεμίστων πραγμάτων δύο φωταγωγούς las pupilas de Helios, que traen a la luz las acciones injustas P V 190