Anonymous

συνδιατελέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνδιατελέω:''' Αττ. μέλ. <i>-τελῶ</i>, [[συνεχίζω]] [[μέχρι]] τέλους, [[εξακολουθώ]] [[μέχρι]] το [[τέλος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''συνδιατελέω:''' Αττ. μέλ. <i>-τελῶ</i>, [[συνεχίζω]] [[μέχρι]] τέλους, [[εξακολουθώ]] [[μέχρι]] το [[τέλος]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδιατελέω:''' вместе пребывать, оставаться: σ. τινι Plat., Dem. оставаться с кем-л. или при ком-л.
}}
}}