Anonymous

ἀμφέλικτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀμφελικτός, -ή, -ὸν (Α) [[ἀμφελίσσω]]<br />([[ποιητικός]] [[τύπος]] [[αντί]] <i>ἀμφιελικτὸς</i>) συσπειρωμένος, κουβαριασμένος.
|mltxt=ἀμφελικτός, -ή, -ὸν (Α) [[ἀμφελίσσω]]<br />([[ποιητικός]] [[τύπος]] [[αντί]] <i>ἀμφιελικτὸς</i>) συσπειρωμένος, κουβαριασμένος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφέλικτος:''' свернувшийся, обвившийся ([[δράκων]] Eur.).
}}
}}