ἀμφέλικτος
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
German (Pape)
[Seite 133] ringsumwunden, Eur. Herc. F. 399.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφέλικτος: свернувшийся, обвившийся (δράκων Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφέλικτος: ον καὶ ἀμφελικτός, όν, ποιητ. ἀντὶ ἀμφιέλ-, συνεσπαρμένος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 399.
Greek Monolingual
ἀμφελικτός, -ή, -ὸν (Α) ἀμφελίσσω
(ποιητικός τύπος αντί ἀμφιελικτὸς) συσπειρωμένος, κουβαριασμένος.
Middle Liddell
poet. for ἀμφιέλικτος
coiled round, Eur.