Anonymous

σπληνῖτις: Difference between revisions

From LSJ
4
(6_12)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπληνῖτις''': -ιδος, ἡ, ἡ ἀνήκουσα εἰς τὸν σπλῆνα, φλὲψ σπλ., αἱματοφόρον τι [[ἀγγεῖον]] τοῦ σπληνός, Συέννεσ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 7, Ροῦφος.
|lstext='''σπληνῖτις''': -ιδος, ἡ, ἡ ἀνήκουσα εἰς τὸν σπλῆνα, φλὲψ σπλ., αἱματοφόρον τι [[ἀγγεῖον]] τοῦ σπληνός, Συέννεσ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 7, Ροῦφος.
}}
{{elru
|elrutext='''σπληνῖτις:''' ῐδος adj. f селезеночный ([[φλέψ]] Arst.).
}}
}}