σπληνῖτις

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek (Liddell-Scott)

σπληνῖτις: -ιδος, ἡ, ἡ ἀνήκουσα εἰς τὸν σπλῆνα, φλὲψ σπλ., αἱματοφόρον τι ἀγγεῖον τοῦ σπληνός, Συέννεσ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 7, Ροῦφος.

German (Pape)

fem. zu σπληνίτης.

Russian (Dvoretsky)

σπληνῖτις: ῐδος adj. f селезеночный (φλέψ Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπληνῖτις -ιδος, ἡ [σπλήν] van de milt, milt-.