Anonymous

ἱμαντόπους: Difference between revisions

From LSJ
2b
(17)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἱμαντόπους]], -όποδος)<br /><b>1.</b> υδρόβιο χαραδριόμορφο [[πτηνό]], [[καλαμοκανάς]], [[αδραχτάς]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] ως [[ονομασία]] κάποιου αιθιοπικού φύλου) αυτός που έχει στραβά πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πους]]].
|mltxt=ο (Α [[ἱμαντόπους]], -όποδος)<br /><b>1.</b> υδρόβιο χαραδριόμορφο [[πτηνό]], [[καλαμοκανάς]], [[αδραχτάς]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] ως [[ονομασία]] κάποιου αιθιοπικού φύλου) αυτός που έχει στραβά πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πους]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱμαντόπους:''' ποδος adj. (лат. [[loripes]]) ремненогий, т. е. с тонкими и длинными ногами Plin.
}}
}}