ἱμαντόπους
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ποδος, ὁ,
A (ἱμάς III) spindle-shanked; esp.,
1 name of a tribe of Ethiopians, Plin.HN5.46, Apollod. ap. Tz.H.7.767.
2 kind of water-bird, Dionys.Av.2.9.
German (Pape)
[Seite 1252] οδος, ὁ, Riemenbein, ein langbeiniger Sumpfvogel, Opp. I x. 2, 9; vgl. loripes bei Plin. H. N. 5, 8.
French (Bailly abrégé)
-ποδος (ὁ) [ῐ],
aux longues jambes ou aux jambes flexibles (cf. lat. loripes) :
1. οἱ ἱμαντόποδες, les hommes aux longues jambes ou aux jambes flexibles, n. d'une tribu éthiopienne, TZETZ. Hist. 7.767, PLIN. HN 3.8;
2. échasse, oiseau à longues pattes, OPP. Ix. 2.9.
Étymologie: ἱμάς, πούς.
Russian (Dvoretsky)
ἱμαντόπους: ποδος adj. (лат. loripes) ремненогий, т. е. с тонкими и длинными ногами Plin.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμαντόπους: ποδος, ὁ, ὡς τὸ Λατ. loripes, ὁ ἔχων τὰς κνήμας στρεβλάς: ἰδίως, 1) ὄνομα ἔθνους τινὸς Αἰθιοπικοῦ, Πλιν. Π. Ν. 3. 8, Ἀπολλόδ. παρὰ Τζέτζ. Ἱστ. 7. 767. 2) εἶδος ὑδροβίου πτηνοῦ, Ὀππ. Ἰξευτ. 2. 9.
Greek Monolingual
ο (Α ἱμαντόπους, -όποδος)
1. υδρόβιο χαραδριόμορφο πτηνό, καλαμοκανάς, αδραχτάς
2. (κυρίως ως ονομασία κάποιου αιθιοπικού φύλου) αυτός που έχει στραβά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + πους].