Anonymous

θυλακοειδής: Difference between revisions

From LSJ
2b
(17)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[θυλακοειδής]], -ές)<br />όμοιος με θύλακο, με [[σακούλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θυλακοειδές</i><br />[[πτύχωση]] τών μεμβρανικών στιβάδων που υπάρχουν στο εσωτερικό τών χλωροπλαστών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύλακος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[θυλακοειδής]], -ές)<br />όμοιος με θύλακο, με [[σακούλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θυλακοειδές</i><br />[[πτύχωση]] τών μεμβρανικών στιβάδων που υπάρχουν στο εσωτερικό τών χλωροπλαστών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύλακος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''θῡλᾰκοειδής:''' мешкообразный ([[θυννίς]], sc. [[ἰχθύς]] Arst.).
}}
}}