Anonymous

δέμας: Difference between revisions

From LSJ
926 bytes added ,  31 December 2018
nl
(3)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δέμας:''' τό ([[δέμω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σωματότυπος]], [[ανάστημα]] ανθρώπου, [[σώμα]], σε Όμηρ.· [[σπανίως]] λέγεται και για τα άλλα ζώα, σε Ομήρ. Οδ.· [[κυρίως]], λέγεται για το ζωντανό [[σώμα]]·<br /><b class="num">1.</b> ο Όμηρ. το χρησιμ. μόνο στην αιτ. ενικ., ως απόλ., μικρὸς [[δέμας]], [[μικρός]] στο [[ανάστημα]], στο ύψος, [[κοντός]]· [[ἄριστος]] [[δέμας]], [[δέμας]] ἀθανάτοισι ἔοικε κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> στους Τραγ. ως [[περίφραση]], όπως το [[κάρα]], [[κτανεῖν]] μητρῷον δ., σε Αισχύλ.· <i>Ἡράκλειον δ</i>., σε Ευρ.· <i>Δάματρος ἀκτᾶς δ</i>., δηλ. [[ψωμί]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίρρ., [[δέμας]] πυρὸς αἰθομένοιο, όμοια με τη [[φωτιά]] που καίει, στο [[σχήμα]] και στη [[μορφή]], Λατ. [[instar]] [[ignis]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''δέμας:''' τό ([[δέμω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σωματότυπος]], [[ανάστημα]] ανθρώπου, [[σώμα]], σε Όμηρ.· [[σπανίως]] λέγεται και για τα άλλα ζώα, σε Ομήρ. Οδ.· [[κυρίως]], λέγεται για το ζωντανό [[σώμα]]·<br /><b class="num">1.</b> ο Όμηρ. το χρησιμ. μόνο στην αιτ. ενικ., ως απόλ., μικρὸς [[δέμας]], [[μικρός]] στο [[ανάστημα]], στο ύψος, [[κοντός]]· [[ἄριστος]] [[δέμας]], [[δέμας]] ἀθανάτοισι ἔοικε κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> στους Τραγ. ως [[περίφραση]], όπως το [[κάρα]], [[κτανεῖν]] μητρῷον δ., σε Αισχύλ.· <i>Ἡράκλειον δ</i>., σε Ευρ.· <i>Δάματρος ἀκτᾶς δ</i>., δηλ. [[ψωμί]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίρρ., [[δέμας]] πυρὸς αἰθομένοιο, όμοια με τη [[φωτιά]] που καίει, στο [[σχήμα]] και στη [[μορφή]], Λατ. [[instar]] [[ignis]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elnl
|elnltext=δέμας, τό [δέμω] alleen nom. en acc. sing. lichaam, lichaamsbouw, gestalte, meestal van personen, zelden van dieren:; Δηϊφόβῳ ἐϊκυῖα δέμας καὶ ἀτειρέα φωνήν lijkend op Deiphobus in lichaamsbouw en onvermoeibare stem Il. 22.227; soms van lijken:; πρὸς οἰωνῶν δέμας καὶ πρὸς κυνῶν ἐδεστὸν αἰκισθέν τ ’ ἰδεῖν zijn lichaam door vogels en honden aangevreten en verminkt te zien Soph. Ant. 205; vaak in perifr. met adj. of gen.: μητρῷον δ. het lichaam van je moeder (d.w.z. je moeder) Aeschl. Eum. 84; του φίλων … οἰκετῶν δ. de gestalte van een van haar geliefde dienaars Soph. Tr. 908. adv. acc. δέμας met gen. lijkend op, zoals:. ὥς οἵ … μάρναντο δέμας πυρὸς αἰθομένοιο zo streden ze als brandend vuur Il. 11.596.
}}
}}