Anonymous

δέμας: Difference between revisions

From LSJ
1,215 bytes added ,  30 December 2018
3
(8)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[δέμας]])<br />(α. «[[μικρός]] το [[δέμας]]» — [[μικροκαμωμένος]]<br />β. «[[δέμας]] ἀθανάτοισιν ὁμοῑος» — με θεϊκό [[παράστημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (περιφραστικά) «μητρῷον, πατρῷον [[δέμας]]» — η [[μητέρα]], ο [[πατέρας]]<br /><b>2.</b> «Ἀστερίας [[δέμας]]» — η Δήλος<br /><b>3.</b> «Δάμαρτος ἀκτᾱς [[δέμας]]» — το [[ψωμί]]<br /><b>4.</b> «[[δέμας]] [[πυρός]] αἰθομένοιο» — σαν [[φωτιά]] που καίει<br /><b>5.</b> (στην [[κωμωδία]]) η [[πόσθη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>dem∂</i>-<i>s</i>, από δισύλλαβη δηλ. ΙΕ [[ρίζα]], απ' όπου και το [[δέμω]] ([[ρίζα]] <i>dem</i>-[[χτίζω]]»). Με την [[ίδια]] δισύλλαβη [[ρίζα]] επαυξημένη θεματικά με το σχηματιστικό [[στοιχείο]] -<i>rο</i>- ( <i>dem∂</i>-<i>ro</i>- ή πιθ. <i>dem</i>-<i>ro</i>-), συνδέονται και λέξεις άλλων ΙΕ γλωσσών που δήλωναν αρχικά την «ξύλινη [[κατασκευή]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>timber</i> «[[ξυλεία]]», γερμ. <i>Zimmer</i> «[[δωμάτιο]]» <span style="color: red;"><</span> <i>tim</i>(<i>b</i>)<i>ra</i>-).
|mltxt=το (Α [[δέμας]])<br />(α. «[[μικρός]] το [[δέμας]]» — [[μικροκαμωμένος]]<br />β. «[[δέμας]] ἀθανάτοισιν ὁμοῑος» — με θεϊκό [[παράστημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (περιφραστικά) «μητρῷον, πατρῷον [[δέμας]]» — η [[μητέρα]], ο [[πατέρας]]<br /><b>2.</b> «Ἀστερίας [[δέμας]]» — η Δήλος<br /><b>3.</b> «Δάμαρτος ἀκτᾱς [[δέμας]]» — το [[ψωμί]]<br /><b>4.</b> «[[δέμας]] [[πυρός]] αἰθομένοιο» — σαν [[φωτιά]] που καίει<br /><b>5.</b> (στην [[κωμωδία]]) η [[πόσθη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>dem∂</i>-<i>s</i>, από δισύλλαβη δηλ. ΙΕ [[ρίζα]], απ' όπου και το [[δέμω]] ([[ρίζα]] <i>dem</i>-[[χτίζω]]»). Με την [[ίδια]] δισύλλαβη [[ρίζα]] επαυξημένη θεματικά με το σχηματιστικό [[στοιχείο]] -<i>rο</i>- ( <i>dem∂</i>-<i>ro</i>- ή πιθ. <i>dem</i>-<i>ro</i>-), συνδέονται και λέξεις άλλων ΙΕ γλωσσών που δήλωναν αρχικά την «ξύλινη [[κατασκευή]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>timber</i> «[[ξυλεία]]», γερμ. <i>Zimmer</i> «[[δωμάτιο]]» <span style="color: red;"><</span> <i>tim</i>(<i>b</i>)<i>ra</i>-).
}}
{{lsm
|lsmtext='''δέμας:''' τό ([[δέμω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σωματότυπος]], [[ανάστημα]] ανθρώπου, [[σώμα]], σε Όμηρ.· [[σπανίως]] λέγεται και για τα άλλα ζώα, σε Ομήρ. Οδ.· [[κυρίως]], λέγεται για το ζωντανό [[σώμα]]·<br /><b class="num">1.</b> ο Όμηρ. το χρησιμ. μόνο στην αιτ. ενικ., ως απόλ., μικρὸς [[δέμας]], [[μικρός]] στο [[ανάστημα]], στο ύψος, [[κοντός]]· [[ἄριστος]] [[δέμας]], [[δέμας]] ἀθανάτοισι ἔοικε κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> στους Τραγ. ως [[περίφραση]], όπως το [[κάρα]], [[κτανεῖν]] μητρῷον δ., σε Αισχύλ.· <i>Ἡράκλειον δ</i>., σε Ευρ.· <i>Δάματρος ἀκτᾶς δ</i>., δηλ. [[ψωμί]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίρρ., [[δέμας]] πυρὸς αἰθομένοιο, όμοια με τη [[φωτιά]] που καίει, στο [[σχήμα]] και στη [[μορφή]], Λατ. [[instar]] [[ignis]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}