Anonymous

λιχμάω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λιχμάω:''' μέλ. <i>λιχμήσω</i> ([[λείχω]])· [[παίζω]], [[γλείφω]] με τη [[γλώσσα]], λέγεται για φίδια, σε Ευρ. — Μέσ., <i>ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν</i>, έπαιζαν γύρω από το [[κεφάλι]] σαν φίδια, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''λιχμάω:''' μέλ. <i>λιχμήσω</i> ([[λείχω]])· [[παίζω]], [[γλείφω]] με τη [[γλώσσα]], λέγεται για φίδια, σε Ευρ. — Μέσ., <i>ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν</i>, έπαιζαν γύρω από το [[κεφάλι]] σαν φίδια, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''λιχμάω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> (о змеях) шевелить языком Hes., Theocr.;<br /><b class="num">2)</b> лизать, облизывать (τι и περί τι Eur., Arph.).
}}
}}